Anonymous

ἀνομαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνομαλίζω]] (Α) [[ομαλίζω]]<br />[[εξομαλύνω]], [[επαναφέρω]] σε ομαλή [[κατάσταση]].
|mltxt=[[ἀνομαλίζω]] (Α) [[ομαλίζω]]<br />[[εξομαλύνω]], [[επαναφέρω]] σε ομαλή [[κατάσταση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνομαλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποκαθιστώ]] την [[ισότητα]], [[εξομαλίζω]], [[εξισώνω]], Παθ. απαρ. παρακ. αʹ [[ἀνωμαλίσθαι]], σε Αριστ.
}}
}}