Anonymous

ἀνομαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνομαλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποκαθιστώ]] την [[ισότητα]], [[εξομαλίζω]], [[εξισώνω]], Παθ. απαρ. παρακ. αʹ [[ἀνωμαλίσθαι]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ἀνομαλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποκαθιστώ]] την [[ισότητα]], [[εξομαλίζω]], [[εξισώνω]], Παθ. απαρ. παρακ. αʹ [[ἀνωμαλίσθαι]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνομᾰλίζω:''' уравнивать (τὸ [[ἀνωμαλίσθαι]] τὰς πόλεις Arst.).
}}
}}