Anonymous

ἀνύμφευτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. ανύφευτος, -η, -ο (AM [[ἀνύμφευτος]], -ον)<br />[[άγαμος]], [[ανύπαντρος]] («εδώ κοιμάτ' [[αφέντης]] μας τ' όμορφο [[παλληκάρι]] τ' όμορφο και τ' ανύφευτο, μόν' αρραβωνιασμένο», Δημοτικό<br />«Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», [[προσφώνηση]] της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο<br />«[[ἀνύμφευτος]] αἰὲν οἰχνῶ», <b>Σοφ.</b>, <i>Ηλέκτρα</i>).
|mltxt=κ. ανύφευτος, -η, -ο (AM [[ἀνύμφευτος]], -ον)<br />[[άγαμος]], [[ανύπαντρος]] («εδώ κοιμάτ' [[αφέντης]] μας τ' όμορφο [[παλληκάρι]] τ' όμορφο και τ' ανύφευτο, μόν' αρραβωνιασμένο», Δημοτικό<br />«Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», [[προσφώνηση]] της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο<br />«[[ἀνύμφευτος]] αἰὲν οἰχνῶ», <b>Σοφ.</b>, <i>Ηλέκτρα</i>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνύμφευτος:''' -ον ([[νυμφεύω]]), ανύπανδρος, [[ανύμφευτος]], σε Σοφ.· ἀν. [[γονή]], [[γέννημα]] από ολέθριο γάμο, στον ίδ.
}}
}}