Anonymous

ἀνύμφευτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνύμφευτος:''' -ον ([[νυμφεύω]]), ανύπανδρος, [[ανύμφευτος]], σε Σοφ.· ἀν. [[γονή]], [[γέννημα]] από ολέθριο γάμο, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀνύμφευτος:''' -ον ([[νυμφεύω]]), ανύπανδρος, [[ανύμφευτος]], σε Σοφ.· ἀν. [[γονή]], [[γέννημα]] από ολέθριο γάμο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνύμφευτος:''' <b class="num">1)</b> не вступивший в брак ([[ἄτεκνος]] ἀ. Soph.);<br /><b class="num">2)</b> родившийся от несчастного брака ([[γονή]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> нетронутый (ὡς [[κούρη]] Anth.).
}}
}}