Anonymous

ἀντάλλαγμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[αντάλλαγμα]])<br />αυτό που δίνει ή παίρνει [[κάποιος]] σε [[ανταλλαγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η υλική ή [[ηθική]] [[ανταμοιβή]], το [[αντίτιμο]] υπηρεσίας<br /><b>μσν.</b><br />βγαλμένο [[ρούχο]]<br /><b>αρχ.</b><br />τα [[λύτρα]].
|mltxt=το (AM [[αντάλλαγμα]])<br />αυτό που δίνει ή παίρνει [[κάποιος]] σε [[ανταλλαγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η υλική ή [[ηθική]] [[ανταμοιβή]], το [[αντίτιμο]] υπηρεσίας<br /><b>μσν.</b><br />βγαλμένο [[ρούχο]]<br /><b>αρχ.</b><br />τα [[λύτρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντάλλαγμα:''' -ατος, τό ([[ἀνταλλάσσω]]), αυτό που δίνεται ή παίρνεται ως [[αντάλλαγμα]], <i>φίλου</i>για ένα φίλο, σε Ευρ.· <i>τῆςψυχῆς</i>, για την [[ψυχή]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}