Anonymous

ἀντάλλαγμα: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντάλλαγμα:''' -ατος, τό ([[ἀνταλλάσσω]]), αυτό που δίνεται ή παίρνεται ως [[αντάλλαγμα]], <i>φίλου</i>για ένα φίλο, σε Ευρ.· <i>τῆςψυχῆς</i>, για την [[ψυχή]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀντάλλαγμα:''' -ατος, τό ([[ἀνταλλάσσω]]), αυτό που δίνεται ή παίρνεται ως [[αντάλλαγμα]], <i>φίλου</i>για ένα φίλο, σε Ευρ.· <i>τῆςψυχῆς</i>, για την [[ψυχή]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντάλλαγμα:''' ατος τό даваемое взамен, замена, возмещение, выкуп (τινος Eur., NT).
}}
}}