Anonymous

ἄξυλος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄξυλος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ξύλα (για [[τόπο]]) ή που έμεινε [[χωρίς]] [[καύσιμα]] ξύλα (για άνθρωπο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[δάσος]]) [[εκείνος]] που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί<br />(«[[ἄξυλος]] ὕλη» — πυκνό [[δάσος]] απ' όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα — [[Όμηρος]])<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει φορτωθεί με ξύλα.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄξυλος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ξύλα (για [[τόπο]]) ή που έμεινε [[χωρίς]] [[καύσιμα]] ξύλα (για άνθρωπο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[δάσος]]) [[εκείνος]] που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί<br />(«[[ἄξυλος]] ὕλη» — πυκνό [[δάσος]] απ' όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα — [[Όμηρος]])<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει φορτωθεί με ξύλα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄξῠλος:''' -ον ([[ξύλον]]),<br /><b class="num">I.</b> ο [[χωρίς]] ξύλα, [[ἄξυλος]] [[ὕλη]], μη αραιωμένη, δηλ. πυκνή, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι θεωρούν, [[δάσος]] από το οποίο δεν έχει κοπεί [[ξυλεία]], πυκνό [[δάσος]].<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει [[δάσος]], σε Ηρόδ.
}}
}}