3,270,341
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄξυλος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ξύλα (για [[τόπο]]) ή που έμεινε [[χωρίς]] [[καύσιμα]] ξύλα (για άνθρωπο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[δάσος]]) [[εκείνος]] που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί<br />(«[[ἄξυλος]] ὕλη» — πυκνό [[δάσος]] απ' όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα — [[Όμηρος]])<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει φορτωθεί με ξύλα. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄξυλος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ξύλα (για [[τόπο]]) ή που έμεινε [[χωρίς]] [[καύσιμα]] ξύλα (για άνθρωπο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[δάσος]]) [[εκείνος]] που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί<br />(«[[ἄξυλος]] ὕλη» — πυκνό [[δάσος]] απ' όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα — [[Όμηρος]])<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει φορτωθεί με ξύλα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄξῠλος:''' -ον ([[ξύλον]]),<br /><b class="num">I.</b> ο [[χωρίς]] ξύλα, [[ἄξυλος]] [[ὕλη]], μη αραιωμένη, δηλ. πυκνή, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι θεωρούν, [[δάσος]] από το οποίο δεν έχει κοπεί [[ξυλεία]], πυκνό [[δάσος]].<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν έχει [[δάσος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |