ἄξυλος
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
English (LSJ)
ἄξυλον,
A with no timber cut from it, ἄξυλος ὕλη an unthinned, i.e. thick, wood, Il.11.155 (ἀφ' ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο Sch. Ven.ad loc.), wrongly expl. (as if ἀ- intens.) thick with trees, Corn.ND13.
II without wood, Hdt.4.61,185, AP9.89 (Phil.); also, without a load of wood, Luc.Asin.32.
III free from woody matter, of galbanum, Dsc.3.83, Damocr. ap. Gal.13.916.
Spanish (DGE)
(ἄξῠλος) -ον
I del que no ha sido cortada leña ὡς δ' ὅτε πῦρ ... ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ Il.11.155, (ἀφ' ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο Sch.Er.ad.loc., cf. Hsch.).
II 1que no tiene bosques de Escitia, Hdt.4.61, de Libia, Hdt.4.185, χώρα X.Ath.2.12, χωρίον Ael.VH 9.30, ἤπειρος D.C.68.26.3.
2 sin leños πυρκαϊή AP 9.89 (Phil.)
•que no lleva carga de leña de un asno, Luc.Asin.32.
III no leñoso del gálbano, Dsc.3.83, Damocr. en Gal.13.916.
IV erróneamente explicado como una ἀ- intensiva que tiene mucha leña Hsch., ἄξυλος· πολυξύλος, τὸ γὰρ α κατ' ἐπίτασιν Zonar.114.33C.
•espeso de árboles, Corn.ND 13, Et.Gen.1267.
German (Pape)
[Seite 271] (ξύλον), 1) Hom. Iliad. 11, 155 ὡς δ' ὅτε πῦρ ἀίδηλον ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ, nach Aristarch ἀφ' ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο, also nicht geholzt, nicht ausgehauen, holzreich, s. Scholl. Aristonic., wo auch andere Erkl. beachtet sind, vgl. Apoll. lex. Hom. 37, 6. – 2) holzarm, χώρη Her. 4, 185 u. Folgde; ohne Holz, ἄξυλον πυρκαίην ἐκ σταχύων νῆσον Philipp. 80 (IX, 89).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. où l'on ne coupe pas de bois touffu;
II. sans bois :
1 non boisé (pays);
2 qui n'a pas de charge de bois.
Étymologie: ἀ, ξύλον.
Russian (Dvoretsky)
ἄξυλος:
1 богатый дровами, густой, по друг. нерубленный (ὕλη Hom.);
2 безлесный (χώρα Her., Xen.);
3 сложенный не из дров (πυρκαϊή Anth.);
4 не навьюченный дровами (ὄνος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄξῠλος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δὲν ἐκόπησαν ξύλα, Λατ. incaeduus, ἄξυλος ὕλη, μὴ ἀραιωθεῖσα, ὃ ἐ. πυκνή, Ἰλ. Λ. 155, «ἀφ’ ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο» Σχολ. Ἑνετ. ἐν τόπῳ: - Ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ ἐπιτατικὸν α΄, πυκνὸν μὲ δένδρα (ξύλα), ἀλλ’ ἐσφαλμένως, ἐπειδὴ ξύλον δύναται νὰ σημάνῃ μόνον κεκομμένον τεμάχιον ξύλου, ξηρὸν ὡς τὰ πολλά, οὐχὶ δὲ ζῶν καὶ αὐξανόμενον δένδρον: καθ’ Ἡσύχ. «ἄξυλον· πολύν, ὅθεν οὐδεὶς ξυλοφορεῖ· ἢ ἱερὸν τόπον». ΙΙ. ὁ ἄνευ ξύλων, τῆς δὲ γῆς τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης ὧδέ σφι ἐς τὴν ἕψησιν τῶν κρεῶν ἐξεύρηται Ἡρόδ. 4. 61, 185. Ἀνθ. Π. 9. 89: ὡσαύτως, ἄνευ φορτίου ξύλων, Λουκ. Ὄνος 32.
English (Autenrieth)
(ξύλον): dense, ὕλη, Il. 11.155†.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄξυλος, -ον)
αυτός που δεν έχει ξύλα (για τόπο) ή που έμεινε χωρίς καύσιμα ξύλα (για άνθρωπο)
αρχ.
1. (για δάσος) εκείνος που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί
(«ἄξυλος ὕλη» — πυκνό δάσος απ' όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα — Όμηρος)
2. όποιος δεν έχει φορτωθεί με ξύλα.
Greek Monotonic
ἄξῠλος: -ον (ξύλον),
I. ο χωρίς ξύλα, ἄξυλος ὕλη, μη αραιωμένη, δηλ. πυκνή, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι θεωρούν, δάσος από το οποίο δεν έχει κοπεί ξυλεία, πυκνό δάσος.
II. αυτός που δεν έχει δάσος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ξύλον
I. with no timber, timberless, ἄξυλος ὕλη a coppice, brushwood, Il.:—others take it to be a wood from which no timber has been cut, a thick wood.
II. without wood, Hdt.