Anonymous

ἀνυστός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνυστός]], -όν (Α) [[ανύω]]<br /><b>1.</b> [[κατορθωτός]]<br /><b>2.</b> επιτρεπόμενος<br /><b>3.</b> (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» — [[κατά]] το δυνατόν<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[ικανός]], [[έτοιμος]].
|mltxt=[[ἀνυστός]], -όν (Α) [[ανύω]]<br /><b>1.</b> [[κατορθωτός]]<br /><b>2.</b> επιτρεπόμενος<br /><b>3.</b> (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» — [[κατά]] το δυνατόν<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[ικανός]], [[έτοιμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυστός:''' -όν ([[ἀνύω]]), κατορθωμένος, [[κατορθωτός]], σε Ευρ.· <i>ὡς ἀνυστόν</i>, όπως το <i>ὡς δυνατόν</i>, <i>σιγῇ ὡς ἀν</i>., όσο πιο [[σιγά]] γίνεται, σε Ξεν.
}}
}}