Anonymous

ἀνυστός: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυστός:''' -όν ([[ἀνύω]]), κατορθωμένος, [[κατορθωτός]], σε Ευρ.· <i>ὡς ἀνυστόν</i>, όπως το <i>ὡς δυνατόν</i>, <i>σιγῇ ὡς ἀν</i>., όσο πιο [[σιγά]] γίνεται, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνυστός:''' -όν ([[ἀνύω]]), κατορθωμένος, [[κατορθωτός]], σε Ευρ.· <i>ὡς ἀνυστόν</i>, όπως το <i>ὡς δυνατόν</i>, <i>σιγῇ ὡς ἀν</i>., όσο πιο [[σιγά]] γίνεται, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυστός:''' исполнимый, достижимый Eur., Arst., Plut.: ὡς или ᾗ ἀνυστόν Xen. насколько возможно.
}}
}}