Anonymous

ἀπαγορεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπαγορεύω]]) [[αγορεύω]]<br />δεν [[επιτρέπω]] να γίνει [[κάτι]], [[εμποδίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> απελπίζομαι, απογοητεύομαι<br /><b>2.</b> [[αποφεύγω]]<br /><b>3.</b> (-ομαι) [[απελπίζω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταματώ]], [[διακόπτω]], [[εγκαταλείπω]]<br /><b>2.</b> κουράζομαι, εξαντλούμαι<br /><b>3.</b> [[μεταπείθω]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[διακηρύσσω]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) φθείρομαι από τη [[χρήση]], αχρηστεύομαι.
|mltxt=(AM [[ἀπαγορεύω]]) [[αγορεύω]]<br />δεν [[επιτρέπω]] να γίνει [[κάτι]], [[εμποδίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> απελπίζομαι, απογοητεύομαι<br /><b>2.</b> [[αποφεύγω]]<br /><b>3.</b> (-ομαι) [[απελπίζω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταματώ]], [[διακόπτω]], [[εγκαταλείπω]]<br /><b>2.</b> κουράζομαι, εξαντλούμαι<br /><b>3.</b> [[μεταπείθω]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[διακηρύσσω]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) φθείρομαι από τη [[χρήση]], αχρηστεύομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰγορεύω:''' κατά κανόνα σε ενεστ. και παρατ. (το [[ἀπερῶ]] χρησιμ. ως μέλ., το [[ἀπεῖπον]] ως αόρ., [[ἀπείρηκα]] ως παρακ., και τα [[ἀπορρηθήσομαι]], [[ἀπερρήθην]], [[ἀπείρημαι]], ως Παθ. μέλ., αόρ. και παρακ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απαγορεύω]], δεν [[επιτρέπω]]· [[ἀπαγορεύω]] τινὰ μὴ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>τινά</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αποτρέπω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αποχαιρετώ]], με δοτ.· [[ἀπαγορεύω]] τῷ πολέμῳ, [[παραιτούμαι]] από, [[εγκαταλείπω]], [[αποκηρύσσω]] τον πόλεμο, σε Πλάτ.· με μτχ., [[παραιτούμαι]] από το να κάνω [[κάτι]], σε Ξεν.· απόλ., [[παραιτούμαι]], [[καταπίπτω]], φθείρομαι, [[εκπίπτω]], [[εκλείπω]], καταβάλλομαι, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, <i>τὰ ἀπαγορεύοντα</i>, τα φθαρμένα και ως εκ [[τούτου]] άχρηστα από την πολυχρησία, στον ίδ.
}}
}}