Anonymous

ἀπαγορεύω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰγορεύω:''' κατά κανόνα σε ενεστ. και παρατ. (το [[ἀπερῶ]] χρησιμ. ως μέλ., το [[ἀπεῖπον]] ως αόρ., [[ἀπείρηκα]] ως παρακ., και τα [[ἀπορρηθήσομαι]], [[ἀπερρήθην]], [[ἀπείρημαι]], ως Παθ. μέλ., αόρ. και παρακ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απαγορεύω]], δεν [[επιτρέπω]]· [[ἀπαγορεύω]] τινὰ μὴ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>τινά</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αποτρέπω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αποχαιρετώ]], με δοτ.· [[ἀπαγορεύω]] τῷ πολέμῳ, [[παραιτούμαι]] από, [[εγκαταλείπω]], [[αποκηρύσσω]] τον πόλεμο, σε Πλάτ.· με μτχ., [[παραιτούμαι]] από το να κάνω [[κάτι]], σε Ξεν.· απόλ., [[παραιτούμαι]], [[καταπίπτω]], φθείρομαι, [[εκπίπτω]], [[εκλείπω]], καταβάλλομαι, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, <i>τὰ ἀπαγορεύοντα</i>, τα φθαρμένα και ως εκ [[τούτου]] άχρηστα από την πολυχρησία, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀπᾰγορεύω:''' κατά κανόνα σε ενεστ. και παρατ. (το [[ἀπερῶ]] χρησιμ. ως μέλ., το [[ἀπεῖπον]] ως αόρ., [[ἀπείρηκα]] ως παρακ., και τα [[ἀπορρηθήσομαι]], [[ἀπερρήθην]], [[ἀπείρημαι]], ως Παθ. μέλ., αόρ. και παρακ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απαγορεύω]], δεν [[επιτρέπω]]· [[ἀπαγορεύω]] τινὰ μὴ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>τινά</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αποτρέπω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αποχαιρετώ]], με δοτ.· [[ἀπαγορεύω]] τῷ πολέμῳ, [[παραιτούμαι]] από, [[εγκαταλείπω]], [[αποκηρύσσω]] τον πόλεμο, σε Πλάτ.· με μτχ., [[παραιτούμαι]] από το να κάνω [[κάτι]], σε Ξεν.· απόλ., [[παραιτούμαι]], [[καταπίπτω]], φθείρομαι, [[εκπίπτω]], [[εκλείπω]], καταβάλλομαι, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, <i>τὰ ἀπαγορεύοντα</i>, τα φθαρμένα και ως εκ [[τούτου]] άχρηστα από την πολυχρησία, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαγορεύω:''' <b class="num">1)</b> запрещать (τινὰ и τινὶ ποιεῖν Xen. и μὴ ποιεῖν τι Her., Arph., Xen., Plat., Aeschin., Arst.; ἀπαγορεύεσθαι νόμῳ [[τοῦτο]] πράττειν Diod.): τὰ ἀπηγορευμένα Arst. находящееся под запретом;<br /><b class="num">2)</b> отговаривать, советовать не делать (τι Her., Plut. и τινί τι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> отказываться, прекращать (τῷ πολέμῳ Plat.): [[οὔτε]] λέγων [[οὔτε]] ἀκούων περὶ ἐκείνου οὐδεὶς ἀπαγορεύει Xen. никто не может вдоволь ни наговориться ни наслышаться о нем; ἀ. καὶ μὴ βοηθεῖν Plat. отказывать в помощи; οὐκ ἀπαγορεύει θεώμενος Xen. он не перестает любоваться;<br /><b class="num">4)</b> уставать, слабеть, не выдерживать (γήρᾳ, ὑπὸ πόνων Xen.; πρὸς μηδένα τῶν πόνων, εἰς τὰ ὑπολοιπὰ τῆς στρατείας Plut.; πρὸς [[κρύος]] Luc.): τὰ ἀπαγορεύοντα Xen. вещи, пришедшие в негодность.
}}
}}