Anonymous

ἀοίδιμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀοίδιμος]], -ον) [[αοιδή]]<br />[[άξιος]] να τραγουδιέται, [[αξέχαστος]], [[αείμνηστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θαυμάσιος]], [[περίφημος]], [[ονομαστός]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαβόητος]], [[κακόφημος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀοίδιμος]], -ον) [[αοιδή]]<br />[[άξιος]] να τραγουδιέται, [[αξέχαστος]], [[αείμνηστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θαυμάσιος]], [[περίφημος]], [[ονομαστός]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαβόητος]], [[κακόφημος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀοίδιμος:''' -ον ([[ἀοιδή]]), αυτός του οποίου το όνομα αποτελεί [[θέμα]] ωδής ή ραψωδίας, φημισμένος, αυτός του οποίου η [[φήμη]] έχει αποτυπωθεί στο [[τραγούδι]], σε Ηρόδ.· με αρνητική [[σημασία]], [[διαβόητος]], [[κακόφημος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}