Anonymous

ἀόρατος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀόρατος]], -ον)<br />ο μη [[ορατός]], αυτός που δεν γίνεται [[αισθητός]] με την όραση<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απρόβλεπτος]], [[ασαφής]]<br />(«τὸ [[μέλλον]] ἀόρατον», Ισοκράτης)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει δει κάποιο [[πράγμα]] («ἄπειροι καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῡ», [[Πολύβιος]])<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀόρατον</i><br />ο [[άλλος]] [[κόσμος]], ο [[αόρατος]] [[κόσμος]] («ἐξ οὐρανοῡ καὶ τοῡ ἀοράτου», [[Πλάτων]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> «του μίλησε ο [[αόρατος]] = ο Θεός» (Μάνη).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀόρατος]], -ον)<br />ο μη [[ορατός]], αυτός που δεν γίνεται [[αισθητός]] με την όραση<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απρόβλεπτος]], [[ασαφής]]<br />(«τὸ [[μέλλον]] ἀόρατον», Ισοκράτης)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει δει κάποιο [[πράγμα]] («ἄπειροι καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῡ», [[Πολύβιος]])<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀόρατον</i><br />ο [[άλλος]] [[κόσμος]], ο [[αόρατος]] [[κόσμος]] («ἐξ οὐρανοῡ καὶ τοῡ ἀοράτου», [[Πλάτων]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> «του μίλησε ο [[αόρατος]] = ο Θεός» (Μάνη).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀόρᾱτος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί να δει ή να διακρίνει [[κάποιος]] με το [[βλέμμα]], [[αόρατος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν είδε, που δεν είχε [[οπτική]] [[επαφή]], σε Λουκ.
}}
}}