Anonymous

ἀόρατος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀόρᾱτος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί να δει ή να διακρίνει [[κάποιος]] με το [[βλέμμα]], [[αόρατος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν είδε, που δεν είχε [[οπτική]] [[επαφή]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀόρᾱτος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί να δει ή να διακρίνει [[κάποιος]] με το [[βλέμμα]], [[αόρατος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν είδε, που δεν είχε [[οπτική]] [[επαφή]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀόρατος:''' <b class="num">1)</b> невидимый, незримый Isocr., Plat.; незаметный (διὰ σμικρότητα Plat.; τινι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> невиданный (ἄγνωστοι καὶ ἀόρατοι τόποι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> (никогда) не видевший, не знавший (παντὸς κακοῦ Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> перен. близорукий, ограниченный ([[δύναμις]] ἀνθρωπίνη Luc.).
}}
}}