Anonymous

ἀπαράβατος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαράβατος]], -ον)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί ή δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να παραβεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν παραβαίνει [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαράβατος]], -ον)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί ή δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να παραβεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν παραβαίνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαράβᾰτος:''' -ον ([[παραβαίνω]]), αυτός τον οποίο δεν μπορεί να παραβεί [[κάποιος]] ή να τον μεταβάλλει σε [[κάτι]] [[άλλο]], αυτός που δεν παρέρχεται, [[αμετάτρεπτος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}