Anonymous

ἀπαράβατος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαράβᾰτος:''' -ον ([[παραβαίνω]]), αυτός τον οποίο δεν μπορεί να παραβεί [[κάποιος]] ή να τον μεταβάλλει σε [[κάτι]] [[άλλο]], αυτός που δεν παρέρχεται, [[αμετάτρεπτος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀπαράβᾰτος:''' -ον ([[παραβαίνω]]), αυτός τον οποίο δεν μπορεί να παραβεί [[κάποιος]] ή να τον μεταβάλλει σε [[κάτι]] [[άλλο]], αυτός που δεν παρέρχεται, [[αμετάτρεπτος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαράβατος:''' нерушимый (ἡ νενομισμένη [[τάξις]] Plut.).
}}
}}