Anonymous

εὐπορία: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπορία]]) [[εύπορος]]<br />το να υπάρχει [[επάρκεια]] ή [[αφθονία]] πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική [[ευμάρεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[εξασφάλιση]] σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας [[ευεργέτημα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ευκολία]] να βρει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να υπάρχει [[κάτι]] σε αρκετή [[ποσότητα]] (α. «[[εὐκαιρία]] ῥοδομέλιτος» β. «[[εὐπορία]] χρημάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] («[[εὐπορία]] ἦν ἡμῑν ποιεῑσθαι»)<br /><b>2.</b> [[λύση]] αποριών και αμφιβολιών, [[άρση]] τών δυσκολιών στην [[κατανόηση]] κάποιου θέματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ παρ' [[ἀλλήλων]] [[εὐπορία]]» — η αμοιβαία [[βοήθεια]]<br />β) «ἀρουραία [[εὐπορία]]» — [[γεωργικός]] [[πλούτος]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐπορία]]) [[εύπορος]]<br />το να υπάρχει [[επάρκεια]] ή [[αφθονία]] πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική [[ευμάρεια]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[εξασφάλιση]] σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας [[ευεργέτημα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ευκολία]] να βρει [[κάποιος]] [[κάτι]], το να υπάρχει [[κάτι]] σε αρκετή [[ποσότητα]] (α. «[[εὐκαιρία]] ῥοδομέλιτος» β. «[[εὐπορία]] χρημάτων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] («[[εὐπορία]] ἦν ἡμῑν ποιεῑσθαι»)<br /><b>2.</b> [[λύση]] αποριών και αμφιβολιών, [[άρση]] τών δυσκολιών στην [[κατανόηση]] κάποιου θέματος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ παρ' [[ἀλλήλων]] [[εὐπορία]]» — η αμοιβαία [[βοήθεια]]<br />β) «ἀρουραία [[εὐπορία]]» — [[γεωργικός]] [[πλούτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπορία:''' ἡ ([[εὔπορος]]),·<br /><b class="num">1.</b> ο [[εύκολος]] [[τρόπος]] να γίνει [[πράξη]] [[κάτι]], [[άνεση]], [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] ή [[ικανότητα]] ενέργειας, δράσης, με απαρ., σε Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.· με γεν. πράγμ., εύκολοι τρόποι εφοδιασμού, εξασφάλισης, προμήθειας, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφθονία]], [[απόθεμα]], [[υπεραφθονία]], [[πληθώρα]], [[πλούτος]], σε Ξεν.· στον πληθ., πλεονεκτήματα, σε Ισοκρ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[λύση]] αμφιβολιών ή δυσκολιών, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}