Anonymous

εὐπορία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπορία:''' ἡ ([[εὔπορος]]),·<br /><b class="num">1.</b> ο [[εύκολος]] [[τρόπος]] να γίνει [[πράξη]] [[κάτι]], [[άνεση]], [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] ή [[ικανότητα]] ενέργειας, δράσης, με απαρ., σε Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.· με γεν. πράγμ., εύκολοι τρόποι εφοδιασμού, εξασφάλισης, προμήθειας, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφθονία]], [[απόθεμα]], [[υπεραφθονία]], [[πληθώρα]], [[πλούτος]], σε Ξεν.· στον πληθ., πλεονεκτήματα, σε Ισοκρ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[λύση]] αμφιβολιών ή δυσκολιών, σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''εὐπορία:''' ἡ ([[εὔπορος]]),·<br /><b class="num">1.</b> ο [[εύκολος]] [[τρόπος]] να γίνει [[πράξη]] [[κάτι]], [[άνεση]], [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] ή [[ικανότητα]] ενέργειας, δράσης, με απαρ., σε Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.· με γεν. πράγμ., εύκολοι τρόποι εφοδιασμού, εξασφάλισης, προμήθειας, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφθονία]], [[απόθεμα]], [[υπεραφθονία]], [[πληθώρα]], [[πλούτος]], σε Ξεν.· στον πληθ., πλεονεκτήματα, σε Ισοκρ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[λύση]] αμφιβολιών ή δυσκολιών, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπορία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> легкость, возможность, удобный случай: [[ὅτε]] πολλὴ [[ὑμῖν]] εὐ. φαίνεται Xen. если представится вам достаточная возможность; [[ναῦς]] εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Thuc. (Антандр) был удобным местом для постройки кораблей; ἡ εὐ. τῆς τύχης Thuc. успех, удача;<br /><b class="num">2)</b> (необходимые) средства, припасы; ἡ εὐ. τοῦ καθ᾽ ἡμέραν Thuc. и τοῦ βίου Plat. или αἱ εὐπορίαι τῆς τροφῆς Arst. средства к существованию; εὐ. τοῦ μυθεύματος Plut. сюжет рассказа; ἡ παρ᾽ [[ἀλλήλων]] εὐ. Isocr. взаимная помощь;<br /><b class="num">3)</b> обилие, множество (χρημάτων Xen.; ἀγαθῶν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> (тж. ἡ περὶ τὸν οἶκον εὐ. Plut.) (благо)состояние, богатство Xen., Plut., NT: οἱ ἐν ταῖς ἐμπορίαις Arst. = οἱ ἔμποροι;<br /><b class="num">5)</b> решение вопроса, устранение трудностей (ἡ [[ὕστερον]] εὐ. [[λύσις]] τῶν [[πρότερον]] ἀπορουμένων [[ἐστί]] Arst.).
}}
}}