Anonymous

κολάζω: Difference between revisions

From LSJ
1,099 bytes added ,  30 December 2018
5
(21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κολάζω]])<br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]] [[ποινή]], [[τιμωρώ]] («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]], [[μετριάζω]], [[διορθώνω]] την κακή [[εντύπωση]] ή τα [[κακά]] αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το [[σφάλμα]] του, έκανε κι [[άλλο]] χειρότερο» β. «δεῑ τὸν ὀρθῶς βιωσόμενον τὰς μὲν ἐπιθυμίας τὰς [[ἑαυτοῦ]] ἐᾶν ὡς μεγίστας [[εἶναι]] καὶ μὴ κολάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δελεάζω]], [[ξελογιάζω]], [[σκανδαλίζω]], [[βάζω]] κάποιον σε πειρασμό («[[πάνω]] που είχε ηρεμήσει, πήγε [[πάλι]] και τον κόλασε»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κολάζομαι</i><br />τιμωρούμαι [[μετά]] θάνατον, την [[ημέρα]] της κρίσεως, για παραβάσεις του ηθικού νόμου («οἶδε [[κύριος]]... ἀδίκους δὲ εἰς ἡμέραν κρίσεως κολαζομένους τηρεῑν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> αμαρτάνω, [[διαπράττω]] [[αμάρτημα]], [[παραβαίνω]] τις θείες εντολές («κολάστηκα [[πάλι]] [[σήμερα]] μ' αυτόν τον άνθρωπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] κάποιον να [[πάει]] στην [[κόλαση]]<br /><b>2.</b> [[κουράζω]]<br /><b>3.</b> [[προσπαθώ]], καταπιάνομαι με [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[υποβάλλω]] κάποιον σε βασανιστήρια της κόλασης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παιδεύω]], [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[κλαδεύω]] («κολάζειν τά δένδρα», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[ικανοποιώ]], [[ευχαριστώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[ενεργώ]] ώστε να τιμωρηθεί [[κάποιος]] («ἀπέλυσαν αὐτούς, μηδὲν εὑρίσκοντες τὸ πῶς κολάσωνται αὐτούς», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> α) [[έρχομαι]] στη φυσιολογική [[κατάσταση]], διορθώνομαι, επανορθώνομαι («τὸ ἐν μέλιτι χολῶδες κολάζεται», Ιπποκρ.)<br />β) [[υφίσταμαι]] [[αδικία]], βλάπτομαι<br />γ) [[πάσχω]] από την [[έλλειψη]] κάποιου, μού λείπει [[κάποιος]] ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. του παθ. παρακμ.) <i>κεκολασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />περιορισμένος, συγκρατημένος, αυτός που γίνεται με [[μέτρο]], αυτός που εκφράζει το [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλος]] «[[βραχύς]], [[κολοβός]]». Η αρχική σημ. της λ. ήταν «[[αποκόπτω]] τα [[άκρα]], [[ακρωτηριάζω]]» και από αυτήν η λ. έλαβε τη γενικότερη σημ. «[[τιμωρώ]]»].
|mltxt=(AM [[κολάζω]])<br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]] [[ποινή]], [[τιμωρώ]] («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]], [[μετριάζω]], [[διορθώνω]] την κακή [[εντύπωση]] ή τα [[κακά]] αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το [[σφάλμα]] του, έκανε κι [[άλλο]] χειρότερο» β. «δεῑ τὸν ὀρθῶς βιωσόμενον τὰς μὲν ἐπιθυμίας τὰς [[ἑαυτοῦ]] ἐᾶν ὡς μεγίστας [[εἶναι]] καὶ μὴ κολάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δελεάζω]], [[ξελογιάζω]], [[σκανδαλίζω]], [[βάζω]] κάποιον σε πειρασμό («[[πάνω]] που είχε ηρεμήσει, πήγε [[πάλι]] και τον κόλασε»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κολάζομαι</i><br />τιμωρούμαι [[μετά]] θάνατον, την [[ημέρα]] της κρίσεως, για παραβάσεις του ηθικού νόμου («οἶδε [[κύριος]]... ἀδίκους δὲ εἰς ἡμέραν κρίσεως κολαζομένους τηρεῑν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> αμαρτάνω, [[διαπράττω]] [[αμάρτημα]], [[παραβαίνω]] τις θείες εντολές («κολάστηκα [[πάλι]] [[σήμερα]] μ' αυτόν τον άνθρωπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] κάποιον να [[πάει]] στην [[κόλαση]]<br /><b>2.</b> [[κουράζω]]<br /><b>3.</b> [[προσπαθώ]], καταπιάνομαι με [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[υποβάλλω]] κάποιον σε βασανιστήρια της κόλασης<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παιδεύω]], [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόβω]], [[κλαδεύω]] («κολάζειν τά δένδρα», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[ικανοποιώ]], [[ευχαριστώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[ενεργώ]] ώστε να τιμωρηθεί [[κάποιος]] («ἀπέλυσαν αὐτούς, μηδὲν εὑρίσκοντες τὸ πῶς κολάσωνται αὐτούς», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> α) [[έρχομαι]] στη φυσιολογική [[κατάσταση]], διορθώνομαι, επανορθώνομαι («τὸ ἐν μέλιτι χολῶδες κολάζεται», Ιπποκρ.)<br />β) [[υφίσταμαι]] [[αδικία]], βλάπτομαι<br />γ) [[πάσχω]] από την [[έλλειψη]] κάποιου, μού λείπει [[κάποιος]] ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. του παθ. παρακμ.) <i>κεκολασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />περιορισμένος, συγκρατημένος, αυτός που γίνεται με [[μέτρο]], αυτός που εκφράζει το [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλος]] «[[βραχύς]], [[κολοβός]]». Η αρχική σημ. της λ. ήταν «[[αποκόπτω]] τα [[άκρα]], [[ακρωτηριάζω]]» και από αυτήν η λ. έλαβε τη γενικότερη σημ. «[[τιμωρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κολάζω:''' μέλ. <i>κολάσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκόλασα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κολάσομαι</i>, σε Αττ. βʹ ενικ. <i>κολᾷ</i>, μτχ. <i>κολώμενος</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκολασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>-ασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκολάσθην</i>, παρακ. <i>κεκόλασμαι</i> (πιθ. από το [[κόλος]], συγγενές προς το [[κολούω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]], [[κολοβώνω]], [[περικόπτω]], [[κλαδεύω]]· [[έπειτα]], όπως το Λατ. castigare, [[κρατώ]] [[εντός]] ορίων, [[περιορίζω]], [[αναχαιτίζω]], [[τιμωρώ]], σε Πλάτ.· μτχ. Παθ. παρακ., περιορισμένος, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[κολάζω]], [[διορθώνω]], [[τιμωρώ]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., [[τιμωρώ]] κάποιον, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Παθ., τιμωρούμαι, σε Ξεν.
}}
}}