Anonymous

κολάζω: Difference between revisions

From LSJ
1,194 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολάζω:''' μέλ. <i>κολάσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκόλασα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κολάσομαι</i>, σε Αττ. βʹ ενικ. <i>κολᾷ</i>, μτχ. <i>κολώμενος</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκολασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>-ασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκολάσθην</i>, παρακ. <i>κεκόλασμαι</i> (πιθ. από το [[κόλος]], συγγενές προς το [[κολούω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]], [[κολοβώνω]], [[περικόπτω]], [[κλαδεύω]]· [[έπειτα]], όπως το Λατ. castigare, [[κρατώ]] [[εντός]] ορίων, [[περιορίζω]], [[αναχαιτίζω]], [[τιμωρώ]], σε Πλάτ.· μτχ. Παθ. παρακ., περιορισμένος, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[κολάζω]], [[διορθώνω]], [[τιμωρώ]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., [[τιμωρώ]] κάποιον, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Παθ., τιμωρούμαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''κολάζω:''' μέλ. <i>κολάσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκόλασα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κολάσομαι</i>, σε Αττ. βʹ ενικ. <i>κολᾷ</i>, μτχ. <i>κολώμενος</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκολασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>-ασθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκολάσθην</i>, παρακ. <i>κεκόλασμαι</i> (πιθ. από το [[κόλος]], συγγενές προς το [[κολούω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]], [[κολοβώνω]], [[περικόπτω]], [[κλαδεύω]]· [[έπειτα]], όπως το Λατ. castigare, [[κρατώ]] [[εντός]] ορίων, [[περιορίζω]], [[αναχαιτίζω]], [[τιμωρώ]], σε Πλάτ.· μτχ. Παθ. παρακ., περιορισμένος, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[κολάζω]], [[διορθώνω]], [[τιμωρώ]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., [[τιμωρώ]] κάποιον, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Παθ., τιμωρούμαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κολάζω:''' (2 л. sing. fut. κολᾷ = κολάσῃ) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> досл. (о растениях) обрезывать (лишние ветви), подрезывать, подчищать, перен. вводить в рамки, сдерживать, умерять, обуздывать (τὰς ἐπιθυμίας, τὸ πλεονάζον, τὸ [[πάθος]] Plut.): τὸ εὐπειθὲς καὶ κεκολασμένον Arst. послушание и дисциплинированность; [[δίαιτα]] κεκολασμένη Luc. строгий образ жизни;<br /><b class="num">2)</b> наказывать, карать (τινὰ λόγοις Soph.; τοὺς κακοὺς θανάτῳ Eur.; πληγαῖς Plat.): ταῖς μεγίσταις τιμωρίαις κ. Isocr. налагать (на кого-л.) величайшие кары (см., однако, [[κόλασις]]); τὰ σεμνὰ ἔπη κ. τινά Soph. карать кого-л. суровыми словами; ἐν ταῖς ἀδικίαις κολάζεσθαι Thuc. быть караемым за проступки.
}}
}}