3,277,180
edits
(38) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, δωρ. και αιολ. τ. [[στέγα]] Α<br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] του άνω μέρους οικοδομής ή κατοικίας, το οποίο προστατεύει το εσωτερικό του από τις καιρικές συνθήκες, αλλ. [[οροφή]] ή [[σκεπή]] (α. «ξύλινη [[στέγη]]» β. «ἀπεστέγασαν τὴν στέγην [[ὅπου]] ἦν», ΚΔ<br />γ. «ὑψηλῆς στέγης στῡλον ποδήρη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατοικία]], [[σπίτι]] (α. «του παρέχει [[στέγη]] και [[τροφή]]» β. «[[νύμφη]] και [[ανδραδέλφη]] υπό την αυτήν στέγην», Παπαδ.<br />γ. «ἰὼ μέλαθρα βασιλέων, φίλαι στέγαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] [[κάθε]] είδους περίκλειστου χώρου με προορισμό την [[προστασία]] τών [[εντός]] του χώρου προσώπων ή αγαθών («[[στέγη]] δεξαμενών»)<br /><b>2.</b> [[χώρος]], [[οίκημα]] για [[φιλοξενία]] ή για [[περίθαλψη]] («[[στέγη]] φοιτητική»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στέγη]] απλή [[επικλινής]]» ή «[[στέγη]] μονόρριχτη» — [[στέγη]] από την οποία η ροή του βρόχινου νερού γίνεται [[προς]] τη μία μόνο [[πλευρά]] της οικοδομής<br />β) «[[στέγη]] [[διπλή]] [[επικλινής]]» ή «[[στέγη]] δίρριχτη» — [[στέγη]] με δύο κεκλιμένα επίπεδα που συναντώνται σε αμβλεία [[γωνία]]<br />γ) «[[στέγη]] επίπεδη» — [[στέγη]] με ελαφρότατη μόνο [[κλίση]] για τα νερά της βροχής<br />δ) «[[εγκατάλειψη]] στέγης»<br /><b>(νομ.)</b> η [[αποχώρηση]] του ενός από τους συζύγους από την [[κατοικία]] τους ως [[λόγος]] διαζυγίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]] σπιτιού<br /><b>2.</b> στεγασμένη [[στοά]]<br /><b>3.</b> όροφος, [[πάτωμα]] οικίας<br /><b>4.</b> [[κατάστρωμα]] πλοίου<br /><b>5.</b> [[σκηνή]]<br /><b>6.</b> [[φωλιά]] λαγού<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στέγαι</i><br />α) το [[σπίτι]]<br />β) οι [[επάνω]] όροφοι πολυώροφης οικοδομής<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης» — από τον τάφο (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκέπ</i>-<i>η</i>). Η Λατινική δανείστηκε τον τ. <i>stega</i>]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, δωρ. και αιολ. τ. [[στέγα]] Α<br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] του άνω μέρους οικοδομής ή κατοικίας, το οποίο προστατεύει το εσωτερικό του από τις καιρικές συνθήκες, αλλ. [[οροφή]] ή [[σκεπή]] (α. «ξύλινη [[στέγη]]» β. «ἀπεστέγασαν τὴν στέγην [[ὅπου]] ἦν», ΚΔ<br />γ. «ὑψηλῆς στέγης στῡλον ποδήρη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατοικία]], [[σπίτι]] (α. «του παρέχει [[στέγη]] και [[τροφή]]» β. «[[νύμφη]] και [[ανδραδέλφη]] υπό την αυτήν στέγην», Παπαδ.<br />γ. «ἰὼ μέλαθρα βασιλέων, φίλαι στέγαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] [[κάθε]] είδους περίκλειστου χώρου με προορισμό την [[προστασία]] τών [[εντός]] του χώρου προσώπων ή αγαθών («[[στέγη]] δεξαμενών»)<br /><b>2.</b> [[χώρος]], [[οίκημα]] για [[φιλοξενία]] ή για [[περίθαλψη]] («[[στέγη]] φοιτητική»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στέγη]] απλή [[επικλινής]]» ή «[[στέγη]] μονόρριχτη» — [[στέγη]] από την οποία η ροή του βρόχινου νερού γίνεται [[προς]] τη μία μόνο [[πλευρά]] της οικοδομής<br />β) «[[στέγη]] [[διπλή]] [[επικλινής]]» ή «[[στέγη]] δίρριχτη» — [[στέγη]] με δύο κεκλιμένα επίπεδα που συναντώνται σε αμβλεία [[γωνία]]<br />γ) «[[στέγη]] επίπεδη» — [[στέγη]] με ελαφρότατη μόνο [[κλίση]] για τα νερά της βροχής<br />δ) «[[εγκατάλειψη]] στέγης»<br /><b>(νομ.)</b> η [[αποχώρηση]] του ενός από τους συζύγους από την [[κατοικία]] τους ως [[λόγος]] διαζυγίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]] σπιτιού<br /><b>2.</b> στεγασμένη [[στοά]]<br /><b>3.</b> όροφος, [[πάτωμα]] οικίας<br /><b>4.</b> [[κατάστρωμα]] πλοίου<br /><b>5.</b> [[σκηνή]]<br /><b>6.</b> [[φωλιά]] λαγού<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στέγαι</i><br />α) το [[σπίτι]]<br />β) οι [[επάνω]] όροφοι πολυώροφης οικοδομής<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης» — από τον τάφο (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στεγ</i>- του [[στέγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκέπ</i>-<i>η</i>). Η Λατινική δανείστηκε τον τ. <i>stega</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στέγη:''' ἡ ([[στέγω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπή]], [[ταβάνι]], Λατ. [[tectum]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στεγασμένος [[τόπος]], [[δώμα]], [[δωμάτιο]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[ἕρκειος]] [[στέγη]], λέγεται για [[σκηνή]], σε Σοφ.· ἐκ [[κατώρυχος]] [[στέγη]], λέγεται για τάφο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, [[σπίτι]], [[τόπος]] διαμονής, σε Αισχύλ.· <i>κατὰστέγας</i>, στο [[σπίτι]], [[κατοικία]], κατ' οίκον, σε Σοφ. | |||
}} | }} |