Anonymous

στέγη: Difference between revisions

From LSJ
506 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέγη:''' ἡ ([[στέγω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπή]], [[ταβάνι]], Λατ. [[tectum]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στεγασμένος [[τόπος]], [[δώμα]], [[δωμάτιο]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[ἕρκειος]] [[στέγη]], λέγεται για [[σκηνή]], σε Σοφ.· ἐκ [[κατώρυχος]] [[στέγη]], λέγεται για τάφο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, [[σπίτι]], [[τόπος]] διαμονής, σε Αισχύλ.· <i>κατὰστέγας</i>, στο [[σπίτι]], [[κατοικία]], κατ' οίκον, σε Σοφ.
|lsmtext='''στέγη:''' ἡ ([[στέγω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπή]], [[ταβάνι]], Λατ. [[tectum]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στεγασμένος [[τόπος]], [[δώμα]], [[δωμάτιο]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[ἕρκειος]] [[στέγη]], λέγεται για [[σκηνή]], σε Σοφ.· ἐκ [[κατώρυχος]] [[στέγη]], λέγεται για τάφο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, [[σπίτι]], [[τόπος]] διαμονής, σε Αισχύλ.· <i>κατὰστέγας</i>, στο [[σπίτι]], [[κατοικία]], κατ' οίκον, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''στέγη:''' ἡ<b class="num">1)</b> крыша, кровля Her., Aesch., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> кров, убежище (παρέχειν τινὶ στέγην Arst.): [[κατῶρυξ]] σ. Soph. подземное убежище, т. е. могила;<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. жилье, жилище, дом: κατὰ στέγας Soph. домой; στέγαι δόμων Eur. дома;<br /><b class="num">4)</b> комната, покой Her.
}}
}}