Anonymous

γενέσιος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (AM [[γενέσιος]], -ον) [[γενέτης]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[επέτειος]] της γέννησης προσφιλών [[νεκρών]] ή ένδοξων μορφών του παρελθόντος («το Γενέσιον του Προδρόμου», «τα Γενέσια της Θεοτόκου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[γέννηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) ο [[προστάτης]] ενός γένους, ο [[γενέθλιος]] [[θεός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γέννηση]] κάποιου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ Γενέσιον</i><br />[[τέμενος]] του Ποσειδώνος [[κοντά]] στη Λέρνη<br /><b>4.</b> <i>τὰ Γενέσια</i><br />ονόματα αρχαίων εορτών [[προς]] τιμήν τών [[νεκρών]].
|mltxt=-ον (AM [[γενέσιος]], -ον) [[γενέτης]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[επέτειος]] της γέννησης προσφιλών [[νεκρών]] ή ένδοξων μορφών του παρελθόντος («το Γενέσιον του Προδρόμου», «τα Γενέσια της Θεοτόκου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[γέννηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) ο [[προστάτης]] ενός γένους, ο [[γενέθλιος]] [[θεός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γέννηση]] κάποιου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ Γενέσιον</i><br />[[τέμενος]] του Ποσειδώνος [[κοντά]] στη Λέρνη<br /><b>4.</b> <i>τὰ Γενέσια</i><br />ονόματα αρχαίων εορτών [[προς]] τιμήν τών [[νεκρών]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενέσιος:''' -ον = [[γενέθλιος]]· [[αλλά]], <i>[[γενέσια]]</i>, <i>τά</i>, [[ημέρα]] αφιερωμένη στη [[μνήμη]] των [[νεκρών]], σε Ηρόδ.· πρέπει να διαχωρίζεται από το [[γενέθλια]], δηλ. [[γιορτή]] προς τιμήν της ημέρας γέννησης, παρ' όλο που χρησιμ. αντί εκείνου στην Κ.Δ.
}}
}}