γενέσιος

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενέσιος Medium diacritics: γενέσιος Low diacritics: γενέσιος Capitals: ΓΕΝΕΣΙΟΣ
Transliteration A: genésios Transliteration B: genesios Transliteration C: genesios Beta Code: gene/sios

English (LSJ)

γενέσιον,
A = γενέθλιος, θεός Plu.2. 402a; epithet of Posidon, Paus.2.38.4.
II Γενέσιον, τό, shrine of Posidon Γ., Paus.l.c.
III γενέσια, τά, day kept in memory of the birthday of the dead, Hdt.4.26, cf. Ammon.p.36V., Phryn.83; to be distinguished from γενέθλια birthday-feast, though used for it in Pl.Lg.784d (s.v.l.) and later Gk., POxy.736.56 (i B. C./i A. D.), PFay.114.20 (i/ii A. D.), etc., Alciphr.3.18 and 55, Ev.Matt.14.6, Ev.Marc.6.21, D.C.47.18; so ἡ γ. ἡμέρα, = ἡ γενέθλιος, CIG2883c (Branchidae); ἡ γ. alone, OGI583.14 (Cyprus); τῇ τοῦ Σεβαστοῦ ἐμμήνῳ γ. IGRom.4.353b (Pergam., ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
I de la familia, protector de la familia θεός Plu.2.402a
epít. de Posidón, Paus.2.38.4.
II 1relativo al nacimiento ἡ γ. τοῦ θεοῦ ἡμέρα el aniversario del dios, Didyma 297.9
subst. ἡ γ. el día del nacimiento, OGI 583.14 (Chipre I d.C.)
c. gen. τοῦ Σεβαστοῦ IP 374B.13 (II d.C.).
2 subst. τὰ Γενέσια celebración del día del nacimiento, de aniversario en recuerdo de los muertos, fiesta en Atenas celebrada en el mes Boedromión, Sol.Lg.84, Philoch.168, Phryn.75, gener. en Grecia, Hdt.4.26, celebrada en el día de la muerte, Ammon.Diff.116
fiesta de cumpleaños, POxy.736.56 (I d.C.), PGiss.31.1.6 (II d.C.), Eu.Matt.14.6, Eu.Marc.6.21, Alciphr.2.15.1, 3.19.2, D.C.47.18.6.

German (Pape)

[Seite 482] ον, = γενέθλιος, 1) den Ursprung betreffend, Ποσειδῶν Paus. 2, 38, 4; θεὸς γ. καὶ πατρῷος Plut. de Pyth. or. 16. – 2) die Geburt betreffend, τὰ γενέσια, Geburtstag, N.T. u. a. Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. p. 103; von den Atticisten getadelt. Bei Her. 4, 26 die jährliche Feier des Todestages, u. nach VLL. das öffentliche Todtenfest in Athen, B. A. 86 u. 231.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui concerne la famille, protecteur de la famille;
2 qui concerne la naissance ; τὰ γενέσια, anniversaire en gén. ; anniversaire de la mort.
Étymologie: γένος.

Russian (Dvoretsky)

γενέσιος: родовой, семейный (θεός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γενέσιος: -ον, = γενέθλιος, θεὸς Πλούτ. 2. 402Α, πρβλ. Παυσ. 2. 38, 4. ΙΙ. γενέσια, τά, ἡμέρα τηρουμένη εἰς ἀνάμνησιν τῶν νεκρῶν (πρβλ. νεκύσια, Ἡρόδ. 4. 26, πρβλ. Ἀμμών. 34, Λοβ. Φρύν. 103· διακριτέα δὲ ταῦτα τῶν γενεθλίων, ἤτοι τοῦ ἐπὶ τοῖς γενεθλίοις ζῶντος συμποσίου καὶ τῆς ἑορτῆς, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121C· ἂν καὶ εὑρίσκεται ἀντ΄ ἐκείνου παρὰ τῷ Ἀλκίφρ. 3. 18 καὶ 55, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 6, κ. Μᾶρκ. ς΄, 21·- οὕτω, ἡ γ. ἡμέρα = ἡ γενέθλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2883 c.

Greek Monolingual

-ον (AM γενέσιος, -ον) γενέτης
το ουδ. ως ουσ. η επέτειος της γέννησης προσφιλών νεκρών ή ένδοξων μορφών του παρελθόντος («το Γενέσιον του Προδρόμου», «τα Γενέσια της Θεοτόκου»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. η γέννηση
αρχ.
1. (για θεό) ο προστάτης ενός γένους, ο γενέθλιος θεός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέννηση κάποιου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ Γενέσιον
τέμενος του Ποσειδώνος κοντά στη Λέρνη
4. τὰ Γενέσια
ονόματα αρχαίων εορτών προς τιμήν τών νεκρών.

Greek Monotonic

γενέσιος: -ον = γενέθλιος· αλλά, γενέσια, τά, ημέρα αφιερωμένη στη μνήμη των νεκρών, σε Ηρόδ.· πρέπει να διαχωρίζεται από το γενέθλια, δηλ. γιορτή προς τιμήν της ημέρας γέννησης, παρ' όλο που χρησιμ. αντί εκείνου στην Κ.Δ.

Middle Liddell

= γενέθλιος:— but γενέσια, τά]
γενέσια, τά a day kept in memory of the dead, Hdt.; to be distinguished from γενέθλια a birthday-feast, though used for it in NTest.