Anonymous

δίχηλος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δίχαλος]], -η, -ο (AM [[δίχηλος]], -ον και [[δίχαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει δύο χηλές, με την [[οπλή]] χωρισμένη στα δύο<br /><b>2.</b> [[διχαλωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα δίχηλα</i><br />τα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά ([[πρόβατο]], [[γίδα]] <b>κ.λπ.</b>) των οποίων τα δύο μεσαία δάχτυλα τών ποδιών [[είναι]] περισσότερο ανεπτυγμένα από τα δύο πλευρικά, που [[είναι]] ατροφικά και δεν στηρίζονται στο [[έδαφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το δίχηλον</i><br />[[τσιμπίδα]], [[κρεάγρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δίχηλα ὕεια» — γουρουνοπόδαρα.
|mltxt=και [[δίχαλος]], -η, -ο (AM [[δίχηλος]], -ον και [[δίχαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει δύο χηλές, με την [[οπλή]] χωρισμένη στα δύο<br /><b>2.</b> [[διχαλωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα δίχηλα</i><br />τα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά ([[πρόβατο]], [[γίδα]] <b>κ.λπ.</b>) των οποίων τα δύο μεσαία δάχτυλα τών ποδιών [[είναι]] περισσότερο ανεπτυγμένα από τα δύο πλευρικά, που [[είναι]] ατροφικά και δεν στηρίζονται στο [[έδαφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το δίχηλον</i><br />[[τσιμπίδα]], [[κρεάγρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δίχηλα ὕεια» — γουρουνοπόδαρα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίχηλος:''' -ον, Δωρ. δίχᾱλος ([[χηλή]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει δίχηλη [[οπλή]], σε Ηρόδ., Ευρ. <b>II.δίχηλον</b>, τό, [[λαβίδα]], [[τσιμπίδα]], σε Ανθ.
}}
}}