Anonymous

δίχηλος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίχηλος:''' -ον, Δωρ. δίχᾱλος ([[χηλή]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει δίχηλη [[οπλή]], σε Ηρόδ., Ευρ. <b>II.δίχηλον</b>, τό, [[λαβίδα]], [[τσιμπίδα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δίχηλος:''' -ον, Δωρ. δίχᾱλος ([[χηλή]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει δίχηλη [[οπλή]], σε Ηρόδ., Ευρ. <b>II.δίχηλον</b>, τό, [[λαβίδα]], [[τσιμπίδα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίχηλος:''' и [[διχηλός]], дор. и поздн. [[διχαλός|διχᾱλός]] 2<br /><b class="num">1)</b> раздвоенный ([[ἔμβασις]] Eur.; κέρατα, ἀστράγαλον Arst.);<br /><b class="num">2)</b> с раздвоенными конечностями, т. е. клешнями ([[καρκίνος]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> с раздвоенными копытами, парнокопытный ([[ἵππος]] ὁ [[ποτάμιος]] Her., Arst.; [[βοῦς]], [[ἔλαφος]] Arst.): δίχηλα ὕεια Luc. свиные ножки (блюдо).
}}
}}