Anonymous

εὐρώεις: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρώεις]] -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> μουχλιασμένος<br /><b>2.</b> [[υγρός]] και [[σκοτεινός]] (α. «εἰς Ἀίδεω δόμον εὐρώεντα» — στο σκοτεινό [[παλάτι]] του Άδη, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τάφον εὐρώεντα» — [[υγρό]] και σκοτεινό τάφο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευρώδης]], [[ευρύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευρώς]] «[[μούχλα]]». Αργότερα η [[λέξη]] συνδέθηκε παρετυμολογικά με το [[ευρύς]] και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «[[πλατύς]]»].
|mltxt=[[εὐρώεις]] -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> μουχλιασμένος<br /><b>2.</b> [[υγρός]] και [[σκοτεινός]] (α. «εἰς Ἀίδεω δόμον εὐρώεντα» — στο σκοτεινό [[παλάτι]] του Άδη, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τάφον εὐρώεντα» — [[υγρό]] και σκοτεινό τάφο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευρώδης]], [[ευρύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευρώς]] «[[μούχλα]]». Αργότερα η [[λέξη]] συνδέθηκε παρετυμολογικά με το [[ευρύς]] και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «[[πλατύς]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρώεις:''' -εσσα, -εν ([[εὐρώς]]), σαπισμένος, μουχλιασμένος, ανθυγιεινά [[υγρός]] και [[σκοτεινός]], [[νοτερός]], [[οἰκία]] εὐρώεντα (το [[loca]] senta situ του Βιργ.), λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ.· <i>τάφον εὐρώεντα</i>, σε Σοφ.
}}
}}