εὐρώεις
English (LSJ)
εὐρώεσσα, εὐρῶεν, (εὐρώς) mouldy, dank, οἰκία… εὐρώεντα, of the nether world, Il.20.65; εἰς Ἀΐδεω δόμον εὐρώεντα Od.10.512,23.322, cf. Hes.Op.153; πείρατα, of Tartarus, Id.Th.739; εὐρώεντα κέλευθα Od. 24.10; ὑπὸ ζόφῳ εὐρώεντι h.Cer.482; τάφον εὐρώεντα S.Aj.1167 (anap.); later, dank, slimy, ἰλύς, πηλός, Opp.H.1.781, 2.89. (Expld. as = εὐρέα or πλατέα, ἀναπεπταμένα (cf. εὐρύς) by Apollon.Lex., Hsch., EM 397.57, and possibly so used in late Poets, κόλπος θαλάσσης Opp.H. 5.3, βέρεθρον Nonn. D. 26.107; of a monster's throat, ib.25.476.)
German (Pape)
[Seite 1096] εσσα, εν, schimmelig, moderig, bei Hom. nur von der Unterwelt, οἰκία εὐρώεντα Il. 20, 65, εἰς Ἀΐδεω δόμον εὐρώεντα Od. 10, 512. 23, 322, wie Hes. O. 152; εὐρώεντα κέλευθα Od. 24, 10, wobei zugleich an das Finstere, Dumpfige zu denken ist; vom Tartarus, Hes. Th. 731. 739, wie auch τάφος O. 152; Qu. Sm. 14, 241 u. Soph. Ai. 1146. Doch haben schon alte Erkl. es auf εὐρύς zurückgeführt, Apoll. L. H. erll. εὐρέα, ἀνατεταμένα, Schol. Il. 20, 65 ὅτι πάντα χωρεῖ, also geräumig, wofür sich Herm. zu Soph. erkl., u. wie es sp. D. auch wirklich brauchten, κόλπον ἀν' εὐρώεντα θαλάσσης Opp. H. 5, 3, δένδρεον εὐρώεντι κατέκρυφεν ἀνθερεῶνι Nonn. D. 25, 476, die aber entweder von εὐρύς wirklich ein solch neues Wort bilden konnten, vgl. Lob. zu Phryn. 541, od. die homerischen Stellen wie oft falsch deuteten. Für die erste Bdtg sprechen die dabei stehenden Ausdrücke σμερδαλέα, τά τε στυγέουσι θεοί περ.
French (Bailly abrégé)
ώεσσα, ῶεν;
moisi, humide.
Étymologie: εὐρώς.
Russian (Dvoretsky)
εὐρώεις: εὐρώεσσα, εὐρώεν, gen. εντος εὐρώς покрытый плесенью, промозглый, сырой (Ἀΐδεω δόμος Hom., Hes.; εὐρώεντα κέλευθα Hom.; τάφος Soph.): χῶρος εὐ. Hes. = Τάρταρος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρώεις: εσσα, εν, (εὐρὼς) πλήρης εὐρῶτος, «μουχλιασμένος», ὑγρὸς καὶ σκοτεινός, παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, οἰκία... εὐρώεντα (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. loca senta situ) Ἰλ. Υ. 65· εἰς Ἀΐδεω δόμον εὐρώεντα Ὀδ. Κ. 512, Ψ. 322, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 152· εὐρώεντα κέλευθα Ὀδ. Ω. 10· ὑπὸ ζόφῳ εὐρώεντι Ὁμ. Ὑμν. εἰς Δήμ. 482· τάφον εὐρώεντα Σοφ. Αἴ. 1167· ἐν Ἡσ. Θ. 731, 739, ἐπὶ τοῦ Ταρτάρου, ἔνθα ἦσαν καθειργμένοι οἱ Τιτᾶνες, χώρῳ ἐν εὐρώεντι, πελώρης ἔσχατα γαίης. ― Γραμματικοί τινες ἑρμηνεύουσι τὴν λεξιν οὐ μόνον διὰ τοῦ σκοτεινός, ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ πλατύς, = ἀναπεπταμένος, ὅπερ παριστᾷ τὴν λέξιν ὡς ἱσοδύναμον τῷ εὐρὺς (πρβλ. εὐρώδης), Ἀπολλ. Λεξ. σ. 374, Ἡσυχ. 1. 1528 (ἐκδ. Albert.), Ἐτυμολ. Μ. 397. 57: ἀλλὰ τὰ χωρία ἐν οἷς ἀπαντᾷ παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ὑποδηλοῦσι καὶ ἰδέαν τινὰ ἀποστροφῆς καὶ ὅτι οὕτως ἐξελάμβανον τὴν λέξ. οἱ ἀρχαῖοι φαίνεται ἐκ τοῦ οὐσιαστ. εὐρώς, ὡς μετεχειρίσθησαν αὐτὸ ὁ Θέογνις, ὁ Σιμωνίδης, κλ. Μεταγεν. ποιηταὶ (ὡς ὁ Ὀππ. ἐν Ἁλ. 5. 3, Νόνν. ἐν Δ. 25. 476) ἀναμφιβόλως μετεχειρίσθησαν τὸ εὐρώεις ὡς ταυτόσημον τῷ εὐρύς, πρβλ. εὐρώδης· ἀλλὰ τοῦτο δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν χωρὶς νὰ ἀναμίξωμεν τὸν Ὁμηρον.
English (Autenrieth)
εσσα (εὐρώς): mouldy, dank, epithet of Hades.
Greek Monolingual
εὐρώεις -εσσα, -εν (Α)
1. μουχλιασμένος
2. υγρός και σκοτεινός (α. «εἰς Ἀίδεω δόμον εὐρώεντα» — στο σκοτεινό παλάτι του Άδη, Ομ. Οδ.
β. «τάφον εὐρώεντα» — υγρό και σκοτεινό τάφο, Σοφ.)
3. ευρώδης, ευρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρώς «μούχλα». Αργότερα η λέξη συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ευρύς και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «πλατύς»].
Greek Monotonic
εὐρώεις: -εσσα, -εν (εὐρώς), σαπισμένος, μουχλιασμένος, ανθυγιεινά υγρός και σκοτεινός, νοτερός, οἰκία εὐρώεντα (το loca senta situ του Βιργ.), λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ.· τάφον εὐρώεντα, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὐρώεις, εσσα, εν εὐρώς
mouldy, dank, οἰκία εὐρώεντα (Virgil's loca senta situ), of the world below, Hom.; τάφον εὐρώεντα Soph.
Translations
muddy
Bulgarian: кален, мръсен, мътен; Burmese: နောက်; Catalan: fangós; Cherokee: ᏝᏬᏚᎯ; Chinese Mandarin: 渾/浑; Czech: blátivý; Dagbani: biɛtibiɛti; Danish: mudret; Esperanto: kota; Faroese: runutur; Finnish: kurainen, kurassa, mutainen, mudassa, rapainen, ravassa, samea; French: boueux, vaseux; German: schlammig, matschig; Greek: λασπωμένος, λασπώδης, θολός, θαμπός; Ancient Greek: ἄσιος, ἀσώδης, βορβορῶδες, βορβορώδης, δεισαλέος, ἔμπηλος, ἐπίθολος, εὐρώεις, θολερός, θολῶδες, θολώδης, ἰλυόεις, ἰλυόεν, ἰλυόεσσα, ἰλυῶδες, ἰλυώδης, ὀλός, πηλῶδες, πηλώδης, τελματῶδες, τελματώδης, τρυγώδης, τυντλῶδες, τυντλώδης, ὑλῶδες, ὑλώδης; Hungarian: saras, iszapos, sáros; Icelandic: forugur; Indonesian: berlumpur; Ingrian: mutaisikko; Interlingua: fangose, turbide; Irish: abarach, draoibeach, lábach, ceachrach, dorcha, moirtiúil, modartha, murtallach, tiubh; Italian: fangoso; Japanese: 濁り; Kapampangan: maburak; Khmer: ខ្វល់; Latin: limosus, luteolus, luteus, lutulentus, turbidus; Maori: kōparu; Norwegian Bokmål: grumsete; Norwegian Nynorsk: grumsete; Plautdietsch: blottich; Polish: błocisty, błotnisty; Portuguese: barroso, lodoso, lamacento, turvo; Russian: грязный, мутный; Serbo-Croatian Cyrillic: бла̀тан; Serbo-Croatian Roman: blàtan; Spanish: barroso, enfangado, fangoso, lodoso, turbio, pantanoso; Sundanese: bolokot; Swedish: lerig; Tagalog: maputik; Ukrainian: брудний, каламутний; Vietnamese: bùn lầy, lầy lội, sình lầy