Anonymous

ἔνορχος: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνορχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όρχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ευνουχισμένο)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ανήλικο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρχις</i> [[κατά]] τα σε -<i>ος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνορχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όρχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ευνουχισμένο)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ανήλικο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρχις</i> [[κατά]] τα σε -<i>ος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνορχος:''' -ον ([[ὄρχις]]), αυτός που δεν είναι [[ευνούχος]], αυτός που έχει όρχεις, <i>ἔνορχα μῆλα</i>, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}