Anonymous

ἔνορχος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνορχος:''' -ον ([[ὄρχις]]), αυτός που δεν είναι [[ευνούχος]], αυτός που έχει όρχεις, <i>ἔνορχα μῆλα</i>, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἔνορχος:''' -ον ([[ὄρχις]]), αυτός που δεν είναι [[ευνούχος]], αυτός που έχει όρχεις, <i>ἔνορχα μῆλα</i>, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνορχος:''' ον Hom. = [[ἐνόρχης]].
}}
}}