Anonymous

ἀτρέκεια: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτρέκεια]] και <b>ιων. τ.</b> [[ἀτρεκίη]], -κείη, -κηΐη, η (Α) [[ατρεκής]]<br /><b>1.</b> [[αλήθεια]], [[πραγματικότητα]], [[βεβαιότητα]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>τὴν ἀτρέκειαν</i><br />με [[βεβαιότητα]]<br /><b>3.</b> (στον Πίνδαρο) [[προσωποποίηση]] της δικαιοσύνης.
|mltxt=[[ἀτρέκεια]] και <b>ιων. τ.</b> [[ἀτρεκίη]], -κείη, -κηΐη, η (Α) [[ατρεκής]]<br /><b>1.</b> [[αλήθεια]], [[πραγματικότητα]], [[βεβαιότητα]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>τὴν ἀτρέκειαν</i><br />με [[βεβαιότητα]]<br /><b>3.</b> (στον Πίνδαρο) [[προσωποποίηση]] της δικαιοσύνης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρέκεια:''' ἡ, Ιων. γεν. <i>-είης</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πραγματικότητα]], [[ακριβής]] [[αλήθεια]], [[βεβαιότητα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> προσωποπ. <i>Ἀτρέκεια</i>, η Δικαιοσύνη, σε Πίνδ.
}}
}}