ἀτρέκεια
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
English (LSJ)
ἡ, Ion. ἀτρεκείη, also ἀτρεκίη Man.3.229: (ἀτρεκής):—
A precise truth, certainty, Pi.Fr.213.4; τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν Hdt.4.152, cf. 6.1; μαθεῖν.. τὴν ἀ. ὅτι οὐκ αἱρέει learnt for certain that he is unable to take it, ib.82, cf. IG9(1).880 (Corc.): in plural, τὰς -ας τὰς λεγομένας Hp.Prorrh.2.3.
II Ἀτρέκεια personified, Strict Justice, Pi. O.10(11).13, E.Fr.91.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀτρεκείη Hdt.4.152, Hp.Nat.Puer.28, AP 4.3.123 (Agath.), 8.7 (Gr.Naz.); ἀτρεκίη Hp.Ep.16, Man.3.229, 18, Nonn.Par.Eu.Io.1.17, 8.32; beoc. ἀτρέκια Corinn.1.3.43
1 verdad exacta, exactitud como compl. de ‘decir’ δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν Pi.Fr.213, ἐνέπω τ' ἀτρέκιαν χρεισμολόγον Corinn.l.c., τὰς μὲν ἀτρεκείας τὰς λεγομένας ὡς λέγουσιν οἱ λέγοντες οὔτε δοκέω εἶναι Hp.Prorrh.2.3, ὃς Πέρσαις εἶπε πᾶσαν ἀτρέκειαν SIG 22.29 (Magnesia II a.C., copia un original del V a.C.)
•de verbos de conocimiento Ἑλλήνων πάντων τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν Hdt.l.c., μαθεῖν δὲ αὐτὸς τὴν ἀτρεκείην Hdt.6.82, cf. IG 9(1).880.2 (Corcira I a./d.C.)
•gener. ἀτρεκείης γὰρ οὐδεμία οὔτε γνῶσις οὔτε μαρτυρίη Hp.Ep.17 (p.378), ἀ. δ' ἄριστον ἀνδρὸς ἐν πόλει δικαίου πέλει E.Fr.91, τὰ γὰρ ἀτρεκίην μάλα φαίνει Man.l.c., ἕρμα πολυσχίστου νῦν πλέον ἀτρεκίας AP 8.7 (Gr.Naz.), ἐν ἀτρεκείῃ ... διώκειν AP 4.3.123 (Agath.), ἡ πολύφρων ἀ. Dam.in Prm.161, en la exégesis crist. como sinón. de ἀλήθεια, ref. a Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.ll.cc., de un crucifijo ἀτρεκίης ἄνθετο σῆμα τόδε Epigr. en IEphesos 1351 (IV d.C.).
2 exactitud, certeza c. valor instrum. o agente οὐκ ἔστι ἀτρεκείῃ κρῖναι Hp.Nat.Puer.28, ἅτε μὴ πάγχυ δ' ἀτρεκίης εὐτονέοντας (θνητούς) Hp.Ep.16, μούνη δ' αἴσθησις ἀνθρώπου ἀτρεκείῃ διανοίης τηλαυγής Hp.Ep.18
•personif. la verdad infalible, la Justicia νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων Pi.O.10.13.
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, ion. -ηΐη u. -ΐη, Zuderlässigkeit, ausgemachte Wahrheit, Her. τῆς ἀποστάσιος 4, 152. 6, 1, der wahre Hergang u. Zusammenhang; auch Arr. An. 6, 25, 1. Bei Pind. Ol. 11, 13 personificirt: Gerechtigkeit.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réalité, exacte vérité.
Étymologie: ἀτρεκής.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρέκεια: ион. ἀτρεκείη и ἀτρεκίη ἡ истина, правда (ἀτρέκειαν εἰπεῖν Pind.; ἀτρέκειάν τινος εἰδέναι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρέκεια: ἡ, Ἰων. ἀτρεκηΐη, ἀτρεκίη ἢ ἀτρεκείη, ἴδε Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. ΙΧ: (ἀτρεκής): ― πραγματικότης, ἀκριβὴς ἀλήθεια, βεβαιότης, Πινδ. Ἀποσπ. 232. 4· τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν, τὴν ἀκριβῆ ἀλήθειαν, τὴν ἀκριβῆ κατάστασιν, Ἡρόδ. 4. 152., 6. 1· μαθεῖν δὲ αὐτὸς οὕτω τὴν ἀτρεκηΐην ὅτι οὐκ αἰρέει τὸ Ἄργος αὐτόθι 82, πρβλ. Ἐπιγρ. Κερκύρας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 2· κατὰ πληθ. Ἱππ. Προρρητ. 84· ἴδε ἀτρεκὴς ἐν τέλ. ΙΙ. Ἀτρέκεια, Δικαιοσύνη, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων Πινδ. Ο. 10 (11). 17.
English (Slater)
ᾰτρέκεια precision, exactitude πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν, δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν tell precisely fr. 213. 4. pro pers., Rectitude, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13)
Greek Monolingual
ἀτρέκεια και ιων. τ. ἀτρεκίη, -κείη, -κηΐη, η (Α) ατρεκής
1. αλήθεια, πραγματικότητα, βεβαιότητα
2. (η αιτ. ως επίρρ.) τὴν ἀτρέκειαν
με βεβαιότητα
3. (στον Πίνδαρο) προσωποποίηση της δικαιοσύνης.
Greek Monotonic
ἀτρέκεια: ἡ, Ιων. γεν. -είης·
I. πραγματικότητα, ακριβής αλήθεια, βεβαιότητα, σε Ηρόδ.
II. προσωποπ. Ἀτρέκεια, η Δικαιοσύνη, σε Πίνδ.
Middle Liddell
[From ἀτρεκής
I. reality, strict truth, certainty, Hdt.
II. personified Ἀτρέκεια, severity, Pind.