3,274,216
edits
(27) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[νέφι]], το (ΑΜ [[νέφος]])<br /><b>1.</b> [[μάζα]] συμπυκνωμένων υδρατμών [[πάνω]] από το [[έδαφος]], υπό [[μορφή]] [[ορατής]] συγκέντρωσης υδροσταγονιδίων, παγοκρυοτάλλων ή μίγματος και τών δύο, το [[σύννεφο]] (α. «κι ώρες στο [[νέφος]] τ' ουρανού με το [[κατάρτι]] 'γγίζει», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «σμικροῡ νέφους ἐκπνεύσας [[μέγας]] [[χειμών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> διάχυτη [[κατάσταση]] (α. «[[νέφος]] οἰμωγῆς» β. «[[νέφος]] θλίψης» — [[έκφραση]] θλίψης διάχυτη στο [[πρόσωπο]]<br />γ. «[[νέφος]] ανησυχίας» — διάχυτη [[ανησυχία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πλήθος]] από μικρά πράγματα που αιωρούνται ή κινούνται και τα οποία μοιάζουν με [[νέφος]], [[σμήνος]] (α. «εγείροντα τὴν κόνιν εις νέφη», Παπαδ.<br />β. «[[νέφος]] ακρίδων»)<br />β) [[ερωτικός]] [[πόθος]], [[έρωτας]] («Έρωτα, ας βρέξου σήμερο της χάρης σου τα νέφη, [[δρόσος]] γλυκύ τση ολπίδας μου τα [[φύτρα]] μου να θρέφει», Στάθ.)<br /><b>2.</b> <b>οικολ.</b> [[φαινόμενο]] τών τελευταίων δεκαετιών που παρατηρείται [[κυρίως]] [[πάνω]] από τα βιομηχανικώς ανεπτυγμένα και πολυάνθρωπα αστικά κέντρα, όταν συμπέσουν ορισμένα μετεωρολογικά φαινόμενα με παράλληλη υψηλή ατμοσφαιρική [[ρύπανση]] και το οποίο έχει αρνητικές επιπτώσεις στην [[υγεία]] τών ανθρώπων, [[επειδή]] τα κύρια συστατικά του [[είναι]] βλαβερά για τον οργανισμό, όπως λ.χ. ο [[καπνός]], το [[διοξείδιο]] του θείου, το [[διοξείδιο]] του αζώτου, το μονοξείδιο του άνθρακα κ.ά.<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νέφος]] διάπυρο»<br /><b>γεωλ.</b> πυρακτωμένη [[μάζα]] από ηφαιστειακά σωματίδια περιβαλλόμενα από [[αέρια]], η οποία κινείται με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] [[ακόμη]] και σε [[κλιτύς]] ηφαιστείων με μικρή [[κλίση]]<br />β) «ηλεκτρονικό [[νέφος]]»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> [[χώρος]] [[κοντά]] στην κάθοδο ηλεκτρονικής [[λυχνίας]] στον οποίο παρατηρείται [[συγκέντρωση]] ηλεκτρονίων και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[αύξηση]] του αρνητικού φορτίου της περιοχής<br />γ) «ραδιενεργό [[νέφος]]»<br /><b>(πυρην.)</b> [[νέφος]] σκόνης και ραδιενεργών σωματιδίων που δημιουργείται από πυρηνική [[έκρηξη]] στην [[ατμόσφαιρα]]<br />δ) «[[βίος]] [[χωρίς]] νέφη» — ζωή αμέριμνη, [[χωρίς]] δυσκολίες και προβλήματα<br />ε) «[[νέφος]] κάλυψε τους οφθαλμούς του» — έπαψε να βλέπει<br />στ) «νέφη συσσωρεύονται στον ορίζοντα του έθνους» — άρχισαν να διαφαίνονται εθνικοί κίνδυνοι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ατμός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐγγίζω]] εἰς τὰ νέφη» — [[είμαι]] [[πανύψηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων ή πραγμάτων (α. «[[νέφος]] τοσοῡτο ἀνθρώπων», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πολέμοιο [[νέφος]]» — το [[νέφος]] της μάχης, δηλ. το μεγάλο [[πλήθος]] τών πολεμιστών, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «[[νέφος]] μαρτύρων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νέφος]] ανάγεται σε Ι.Ε. τ. <i>nebhos</i> «[[νέφος]], [[ομίχλη]]» (<b>πρβλ.</b> [[νεφέλη]]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>nabhas</i>- «[[νέφος]], [[ομίχλη]]», αρχ. σλαβ. <i>nebo</i>, γεν. <i>nebese</i> «[[ουρανός]]», χετιττ. <i>nepiš</i> «[[ουρανός]]», όπου παρατηρείται και η [[μετάβαση]] της σημ. από [[νέφος]] σε [[ουρανός]]. Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] θα μπορούσε να ενταχθεί το λατ. <i>nimbus</i> «[[νέφος]], [[ομίχλη]], [[βροχή]]» (με - <i>i</i>- πιθ. [[κατά]] το <i>imber</i>) και [[επίσης]] το λατ. <i>n</i><i>ū</i><i>b</i><i>ē</i><i>s</i> «[[νέφος]]». Η λ., [[τέλος]], με [[άλλο]] φωνηεντισμό της ρίζας συνδέεται πιθ. με τη λ. [[ὄμβρος]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>abhra</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νεφώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεφηδόν]], [[νεφίον]], [[νεφούμαι]], [[νεφύδριον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νεφίδιον]], [[νεφόθεν]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[νέφι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νεφομαντεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεφόβλητος]], [[νεφοειδής]], [[νεφομήκης]], [[νεφοποίητος]], [[νεφοφανής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νεφοδιώκτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νεφοδρομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νεφόκαμα]], [[νεφολογία]], [[νεφομετρία]], [[νεφοσκεπής]], [[νεφοσκόπιο]]. (Β' συνθετικό σε -<i>νεφής</i>) [[ανεφής]], [[πυκνονεφής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχινεφής]], [[αργινεφής]], [[επινεφής]], <i>ερυθρονεφής</i>, [[ευρυνεφής]], [[κελαινεφής]], [[μελαινονεφής]], [[μεσονεφής]], [[ορσινεφής]], [[συννεφής]], [[υπερνεφής]], [[υψινεφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ισονεφής]]. (Β' συνθετικό σε -[[νέφος]]) <b>νεοελλ.</b> <i>αερόνεφος</i>, <i>άνεφος</i>]. | |mltxt=και [[νέφι]], το (ΑΜ [[νέφος]])<br /><b>1.</b> [[μάζα]] συμπυκνωμένων υδρατμών [[πάνω]] από το [[έδαφος]], υπό [[μορφή]] [[ορατής]] συγκέντρωσης υδροσταγονιδίων, παγοκρυοτάλλων ή μίγματος και τών δύο, το [[σύννεφο]] (α. «κι ώρες στο [[νέφος]] τ' ουρανού με το [[κατάρτι]] 'γγίζει», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «σμικροῡ νέφους ἐκπνεύσας [[μέγας]] [[χειμών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> διάχυτη [[κατάσταση]] (α. «[[νέφος]] οἰμωγῆς» β. «[[νέφος]] θλίψης» — [[έκφραση]] θλίψης διάχυτη στο [[πρόσωπο]]<br />γ. «[[νέφος]] ανησυχίας» — διάχυτη [[ανησυχία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πλήθος]] από μικρά πράγματα που αιωρούνται ή κινούνται και τα οποία μοιάζουν με [[νέφος]], [[σμήνος]] (α. «εγείροντα τὴν κόνιν εις νέφη», Παπαδ.<br />β. «[[νέφος]] ακρίδων»)<br />β) [[ερωτικός]] [[πόθος]], [[έρωτας]] («Έρωτα, ας βρέξου σήμερο της χάρης σου τα νέφη, [[δρόσος]] γλυκύ τση ολπίδας μου τα [[φύτρα]] μου να θρέφει», Στάθ.)<br /><b>2.</b> <b>οικολ.</b> [[φαινόμενο]] τών τελευταίων δεκαετιών που παρατηρείται [[κυρίως]] [[πάνω]] από τα βιομηχανικώς ανεπτυγμένα και πολυάνθρωπα αστικά κέντρα, όταν συμπέσουν ορισμένα μετεωρολογικά φαινόμενα με παράλληλη υψηλή ατμοσφαιρική [[ρύπανση]] και το οποίο έχει αρνητικές επιπτώσεις στην [[υγεία]] τών ανθρώπων, [[επειδή]] τα κύρια συστατικά του [[είναι]] βλαβερά για τον οργανισμό, όπως λ.χ. ο [[καπνός]], το [[διοξείδιο]] του θείου, το [[διοξείδιο]] του αζώτου, το μονοξείδιο του άνθρακα κ.ά.<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νέφος]] διάπυρο»<br /><b>γεωλ.</b> πυρακτωμένη [[μάζα]] από ηφαιστειακά σωματίδια περιβαλλόμενα από [[αέρια]], η οποία κινείται με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] [[ακόμη]] και σε [[κλιτύς]] ηφαιστείων με μικρή [[κλίση]]<br />β) «ηλεκτρονικό [[νέφος]]»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> [[χώρος]] [[κοντά]] στην κάθοδο ηλεκτρονικής [[λυχνίας]] στον οποίο παρατηρείται [[συγκέντρωση]] ηλεκτρονίων και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[αύξηση]] του αρνητικού φορτίου της περιοχής<br />γ) «ραδιενεργό [[νέφος]]»<br /><b>(πυρην.)</b> [[νέφος]] σκόνης και ραδιενεργών σωματιδίων που δημιουργείται από πυρηνική [[έκρηξη]] στην [[ατμόσφαιρα]]<br />δ) «[[βίος]] [[χωρίς]] νέφη» — ζωή αμέριμνη, [[χωρίς]] δυσκολίες και προβλήματα<br />ε) «[[νέφος]] κάλυψε τους οφθαλμούς του» — έπαψε να βλέπει<br />στ) «νέφη συσσωρεύονται στον ορίζοντα του έθνους» — άρχισαν να διαφαίνονται εθνικοί κίνδυνοι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ατμός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐγγίζω]] εἰς τὰ νέφη» — [[είμαι]] [[πανύψηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων ή πραγμάτων (α. «[[νέφος]] τοσοῡτο ἀνθρώπων», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πολέμοιο [[νέφος]]» — το [[νέφος]] της μάχης, δηλ. το μεγάλο [[πλήθος]] τών πολεμιστών, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «[[νέφος]] μαρτύρων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νέφος]] ανάγεται σε Ι.Ε. τ. <i>nebhos</i> «[[νέφος]], [[ομίχλη]]» (<b>πρβλ.</b> [[νεφέλη]]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>nabhas</i>- «[[νέφος]], [[ομίχλη]]», αρχ. σλαβ. <i>nebo</i>, γεν. <i>nebese</i> «[[ουρανός]]», χετιττ. <i>nepiš</i> «[[ουρανός]]», όπου παρατηρείται και η [[μετάβαση]] της σημ. από [[νέφος]] σε [[ουρανός]]. Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] θα μπορούσε να ενταχθεί το λατ. <i>nimbus</i> «[[νέφος]], [[ομίχλη]], [[βροχή]]» (με - <i>i</i>- πιθ. [[κατά]] το <i>imber</i>) και [[επίσης]] το λατ. <i>n</i><i>ū</i><i>b</i><i>ē</i><i>s</i> «[[νέφος]]». Η λ., [[τέλος]], με [[άλλο]] φωνηεντισμό της ρίζας συνδέεται πιθ. με τη λ. [[ὄμβρος]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>abhra</i>-).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νεφώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεφηδόν]], [[νεφίον]], [[νεφούμαι]], [[νεφύδριον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νεφίδιον]], [[νεφόθεν]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[νέφι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[νεφομαντεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεφόβλητος]], [[νεφοειδής]], [[νεφομήκης]], [[νεφοποίητος]], [[νεφοφανής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νεφοδιώκτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νεφοδρομώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νεφόκαμα]], [[νεφολογία]], [[νεφομετρία]], [[νεφοσκεπής]], [[νεφοσκόπιο]]. (Β' συνθετικό σε -<i>νεφής</i>) [[ανεφής]], [[πυκνονεφής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχινεφής]], [[αργινεφής]], [[επινεφής]], <i>ερυθρονεφής</i>, [[ευρυνεφής]], [[κελαινεφής]], [[μελαινονεφής]], [[μεσονεφής]], [[ορσινεφής]], [[συννεφής]], [[υπερνεφής]], [[υψινεφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ισονεφής]]. (Β' συνθετικό σε -[[νέφος]]) <b>νεοελλ.</b> <i>αερόνεφος</i>, <i>άνεφος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νέφος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σύννεφο]], όγκος ή [[σωρός]] από σύννεφα, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., θανάτου [[νέφος]], [[σύννεφο]] θανάτου, στον ίδ.· ομοίως, σκότου [[νέφος]], λέγεται για [[τύφλωση]], σε Σοφ.· [[νέφος]] οἰμωγῆς, <i>στεναγμῶν</i>, σε Ευρ.· [[νέφος]] ὀφρύων, «[[σύννεφο]]» πάνω από τα φρύδια, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. επίσης, λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]], [[σύννεφο]] ανθρώπων ή πουλιών, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[νέφος]] πολέμοιο, [[σύννεφο]] μάχης, δηλ. μεγάλο [[πλήθος]] μαχομένων, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |