Anonymous

νέφος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νέφος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σύννεφο]], όγκος ή [[σωρός]] από σύννεφα, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., θανάτου [[νέφος]], [[σύννεφο]] θανάτου, στον ίδ.· ομοίως, σκότου [[νέφος]], λέγεται για [[τύφλωση]], σε Σοφ.· [[νέφος]] οἰμωγῆς, <i>στεναγμῶν</i>, σε Ευρ.· [[νέφος]] ὀφρύων, «[[σύννεφο]]» πάνω από τα φρύδια, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. επίσης, λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]], [[σύννεφο]] ανθρώπων ή πουλιών, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[νέφος]] πολέμοιο, [[σύννεφο]] μάχης, δηλ. μεγάλο [[πλήθος]] μαχομένων, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''νέφος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σύννεφο]], όγκος ή [[σωρός]] από σύννεφα, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., θανάτου [[νέφος]], [[σύννεφο]] θανάτου, στον ίδ.· ομοίως, σκότου [[νέφος]], λέγεται για [[τύφλωση]], σε Σοφ.· [[νέφος]] οἰμωγῆς, <i>στεναγμῶν</i>, σε Ευρ.· [[νέφος]] ὀφρύων, «[[σύννεφο]]» πάνω από τα φρύδια, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ. επίσης, λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]], [[σύννεφο]] ανθρώπων ή πουλιών, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[νέφος]] πολέμοιο, [[σύννεφο]] μάχης, δηλ. μεγάλο [[πλήθος]] μαχομένων, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νέφος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> облако, туча (σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας [[μέγας]] [[χειμών]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> перен. мрак, тьма, тень (θανάτου Hom.): σκότου ν. Soph. облако тьмы, т. е. слепота;<br /><b class="num">3)</b> мрачность, нахмуренность (ὀφρύων Eur.; μετώπου Arst.);<br /><b class="num">4)</b> перен. туча, множество (πεζῶν, ψαρῶν Hom.; ἀνθρώπων Her.; μαρτύρων NT);<br /><b class="num">5)</b> перен. гроза: πολέμοιο ν. Hom. = [[Ἓκτωρ]].
}}
}}