Anonymous

διαγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαγιγνώσκω]]<br />Μ και διαγινώσκω)<br /><b>1.</b> [[συμπεραίνω]]<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]] ασθενή και [[καθορίζω]] την ασθένειά του, [[κάνω]] [[διάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] το ένα από το [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[διαβλέπω]], [[διακρίνω]] [[κάτι]] επακριβώς<br /><b>3.</b> [[δικάζω]]<br /><b>4.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>5.</b> [[αποφασίζω]] με κλήρο ή με άλλον τρόπο.
|mltxt=(AM [[διαγιγνώσκω]]<br />Μ και διαγινώσκω)<br /><b>1.</b> [[συμπεραίνω]]<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]] ασθενή και [[καθορίζω]] την ασθένειά του, [[κάνω]] [[διάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] το ένα από το [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[διαβλέπω]], [[διακρίνω]] [[κάτι]] επακριβώς<br /><b>3.</b> [[δικάζω]]<br /><b>4.</b> [[αποφασίζω]]<br /><b>5.</b> [[αποφασίζω]] με κλήρο ή με άλλον τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαγιγνώσκω:''' Ιων. και στη μεταγεν., Ελλ. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>-έγνων</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], Λατ. [[digno]]-scere, <i>διαγνῶναι ἄνδρα ἕκαστον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. εἰ ὁμοῖοί εἰσι</i>, [[διακρίνω]] αν είναι ισάξιοι ή όχι, σε Ηρόδ.· <i>δ.τὸ ὀρθὸν καὶ μή</i>, σε Αισχίν.· <i>δ. τινὰς ὄντας</i>, δηλ. <i>δ. οἵτινές εἰσιν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]] ακριβώς, <i>τι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αποφασίζω]], [[ψηφίζω]] να πράξω αυτό και αυτό, με απαρ., σε Ηρόδ. — Παθ., απρόσ., <i>διέγνωστο</i>, έχει αποφασιστεί, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> ως [[αθηναϊκός]] [[δικανικός]] όρος, [[αποφαίνομαι]] σε μια [[δίκη]], Λατ. dijudicare, [[δίκην]], σε Αισχύλ.· [[αποφασίζω]], [[αποφαίνομαι]], [[γνωμοδοτώ]], [[περί]] τινος, σε Θουκ.
}}
}}