Anonymous

διαγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαγιγνώσκω:''' Ιων. και στη μεταγεν., Ελλ. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>-έγνων</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], Λατ. [[digno]]-scere, <i>διαγνῶναι ἄνδρα ἕκαστον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. εἰ ὁμοῖοί εἰσι</i>, [[διακρίνω]] αν είναι ισάξιοι ή όχι, σε Ηρόδ.· <i>δ.τὸ ὀρθὸν καὶ μή</i>, σε Αισχίν.· <i>δ. τινὰς ὄντας</i>, δηλ. <i>δ. οἵτινές εἰσιν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]] ακριβώς, <i>τι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αποφασίζω]], [[ψηφίζω]] να πράξω αυτό και αυτό, με απαρ., σε Ηρόδ. — Παθ., απρόσ., <i>διέγνωστο</i>, έχει αποφασιστεί, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> ως [[αθηναϊκός]] [[δικανικός]] όρος, [[αποφαίνομαι]] σε μια [[δίκη]], Λατ. dijudicare, [[δίκην]], σε Αισχύλ.· [[αποφασίζω]], [[αποφαίνομαι]], [[γνωμοδοτώ]], [[περί]] τινος, σε Θουκ.
|lsmtext='''διαγιγνώσκω:''' Ιων. και στη μεταγεν., Ελλ. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>-έγνων</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχωρίζω]], [[διακρίνω]], [[διαφοροποιώ]], Λατ. [[digno]]-scere, <i>διαγνῶναι ἄνδρα ἕκαστον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. εἰ ὁμοῖοί εἰσι</i>, [[διακρίνω]] αν είναι ισάξιοι ή όχι, σε Ηρόδ.· <i>δ.τὸ ὀρθὸν καὶ μή</i>, σε Αισχίν.· <i>δ. τινὰς ὄντας</i>, δηλ. <i>δ. οἵτινές εἰσιν</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[διακρίνω]] ακριβώς, <i>τι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αποφασίζω]], [[ψηφίζω]] να πράξω αυτό και αυτό, με απαρ., σε Ηρόδ. — Παθ., απρόσ., <i>διέγνωστο</i>, έχει αποφασιστεί, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> ως [[αθηναϊκός]] [[δικανικός]] όρος, [[αποφαίνομαι]] σε μια [[δίκη]], Λατ. dijudicare, [[δίκην]], σε Αισχύλ.· [[αποφασίζω]], [[αποφαίνομαι]], [[γνωμοδοτώ]], [[περί]] τινος, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαγιγνώσκω:''' поздн. διαγῑνώσκω<br /><b class="num">1)</b> распознавать, ясно различать (ἄνδρα ἕκαστον Hom.; τούτων μηδένα Arph.; τὸν [[καλόν]] τε καὶ [[αἰσχρόν]] Plat.; τοὺς νεωτέρους κύνας ἐκ τῶν ὀδόντων Arst.; τι σημείῳ τινί Plut.): [[τῷδε]] ἄν τις διαγνοίη Her. можно определить по следующему признаку; μὴ διαγιγνώσκεσθαι τῇ χροᾷ πρός τι Arst. не отличаться по цвету от чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> решать, определять, постановлять (ποιεῖν τι Her., Thuc., Plut.; περί τινος Thuc., Lys. и [[ὑπέρ]] τινος Polyb.): διεγνωκώς Plat. или διαγνούς Plut. приняв решение, решив; διαγνῶναι [[δίκην]] Aesch. или τὸ πράγμα Aeschin. вынести приговор; ἐπὶ διεγνωσμένην κρίσιν καθίστασθαι Thuc. подчиняться вынесенному приговору; καῦσαί τινα διαγνῶναι Luc. решить предать чье-л. тело сожжению;<br /><b class="num">3)</b> прочитывать (βίβλους Polyb.).
}}
}}