Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θωρήσσω: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θωρήσσω]] (Α)<br />[[θώραξ]]<br /><b>1.</b> [[οπλίζω]] με θώρακα<br /><b>2.</b> [[οπλίζω]] για [[μάχη]], [[ετοιμάζω]] για [[μάχη]], για πόλεμο<br /><b>3.</b> [[μεθώ]] κάποιον («οἷνος... εὖτ' ἂν θωρήξας, μ' ἄνδρα πρὸς ἐχθρὸν ἄγη», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>θωρήσσομαι</i><br />[[σταματώ]] τη [[δίψα]] κάποιου, [[ευφραίνω]] με [[ποτό]] («ποτῷ φρένα θωρηχθέντες», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[μεθώ]] πίνοντας ανέρωτο [[κρασί]] («πίνων δ' οὐχ [[οὕτως]] θωρήξομαι», <b>Θέογν.</b>).
|mltxt=[[θωρήσσω]] (Α)<br />[[θώραξ]]<br /><b>1.</b> [[οπλίζω]] με θώρακα<br /><b>2.</b> [[οπλίζω]] για [[μάχη]], [[ετοιμάζω]] για [[μάχη]], για πόλεμο<br /><b>3.</b> [[μεθώ]] κάποιον («οἷνος... εὖτ' ἂν θωρήξας, μ' ἄνδρα πρὸς ἐχθρὸν ἄγη», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>θωρήσσομαι</i><br />[[σταματώ]] τη [[δίψα]] κάποιου, [[ευφραίνω]] με [[ποτό]] («ποτῷ φρένα θωρηχθέντες», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> [[μεθώ]] πίνοντας ανέρωτο [[κρασί]] («πίνων δ' οὐχ [[οὕτως]] θωρήξομαι», <b>Θέογν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θωρήσσω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>θώρηξα</i>, υποτ. <i>θωρήξομεν</i> (αντί <i>-ωμεν</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θωρακίζω]] = [[εξοπλίζω]] με θώρακα και γενικά, [[οπλίζω]], [[καθοπλίζω]] το [[στράτευμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. και Παθ., <i>θωρήσσομαι</i>, μέλ. <i>-ξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐθωρήχθην</i>· οπλίζομαι, φορώ τον οπλισμό μου, σε Όμηρ.· τεύχε' [[ἐνείκω]] θωρηχθῆναι, θα σας [[φέρω]] όπλα να οπλισθείτε [[εξαρχής]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>πρὸς τοὺς πολεμίους θωρήξομαι</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεθώ]] κάποιον, [[ζαλίζω]] με ποτό, [[διεγείρω]], σε Θέογν.· Μέσ., [[πίνω]] άκρατο οίνο, [[μεθώ]], στον ίδ.
}}
}}