Anonymous

καθάρειος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθάρειος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καθάριος]].
|mltxt=[[καθάρειος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καθάριος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰθάρειος:''' και [[καθάριος]], -ον ([[καθαρός]]), λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αγαπά την [[καθαριότητα]], [[καθαρός]], [[τακτικός]], [[κομψός]], [[τακτικός]], νοικοκυρεμένος, Λατ. [[mundus]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-[[είως]]</i> ή <i>-ίως</i>, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}