καθάρειος
English (LSJ)
later καθάριος [θᾰ], ον, (καθαρός) of persons,
A cleanly, neat, tidy, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Arist.Rh.1381b1: καθαριώτατόν (v.l. καθαρειότατόν) ἐστι τὸ ζῷον (i.e. the bee) Id.HA626a24; καθάρειοι ταῖς διαίταις D.S.5.33 (καθάριοι codd.); οἱ καθαρειότεροι decent, respectable men, Phld.Rh.2.150S., Hierocl. p.63A. (-ριώτ-, -ρώτ- codd., em. Meineke); of things, ἐὰν ἡ σκευασία καθάριος ᾖ Men.Phasm.Fr.2; καθαριώτερα (or καθαρειότερα) ὅπλα Plb. 11.9.5; τὸ καθάρειον, daintiness, of food, Plu.2.663c; κ. ἄρτος = white bread, Sammelb.5730 (iv/v A.D., sg.), PMag.Lond.46.230 (pl.); βίος, δίαιτα καθάρειος, refined, Ath.3.74d, Carm.Aur.35; εἰς τὰ καθάρεια λιμὸς εἰσοικίζεται Men.841 (καθαρά codd.). Adv. καθαρείως = cleanly, tidily, ἐγχέουσιν X.Cyr.1.3.8, cf. Posidon.15J., Dsc.1.44; neatly, κ. εἰργασμένος Ph.Bel.76.27; clearly, ὑποδεῖξαι Plb.15.5.5; also, frugally, μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Eub.110.1, Ephipp.15.3, Nicostr.6.2; ἔχειν καθαρίως ἐγχελύδιον Amphis35; μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς Str.3.3.6; irreproachably, ἀναστραφεὶς ἀνδρήως καὶ καθαρήως (sic) AJA17.31 (Sardes, i B.C.).
II Gramm. of language, pure, correct, ὄνομα Sch.Ar.Ach.244; οἱ κ. purists, Archig. ap. Gal.8.578. [-ειος is written in Phld.Rh. l.c. (Comp.), PSI3.158.50 (Comp., iii A.D.), Phld.D.3.8, PMag.Lond. l.c., and required by metre in Eub., Nicostr., Carm.Aur., Il.cc.: καθάριος never.] καθαρειότης, later καθαριότης, ητος, ἡ, cleanliness, neatness, Hdt.2.37, X.Mem.2.1.22; purity, διαφέρει ἡ ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι Arist.EN1176a1, cf. 1177a26; τοῦ ἀέρος Thphr. Sens.48; purity of language, Plu.Lyc.21, S.E. M.1.176.
2 scrupulousness, moral integrity, IG4.1 (Aegina, ii B.C.), OGI339.14 (Sestos, ii B.C.).
3 elegance, refinement, τῇ κ. Κυπρίους… [ὑπερέβαλε] Duris 10J.; opp. περιεργία, Plu.2.693b, cf. 142a, Crass.3; opp. λιτότης, Hierocl.in CA17p.457M.; also, simplicity, frugality, τῆς διαίτης Plu.2.644c; economy of movement in a surgeon's hand, ib.67e.
German (Pape)
[Seite 1281] = καθάριος; πῦρ Eur. I. A. 1112, wenn die Lesart richtig ist; βίος Ath. III, 74 d. – Adv., Ath. IV, 152 a; im Gegensatz von πολυτελῶς, mäßig u. anständig, Eubul. Ath. VII, 311 d, wie Nicostrat. ib. II, 65 d. S. καθάριος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pur, propre.
Étymologie: καθαρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθάρειος en καθάριος -ον [καθαρός] keurig, schoon:; καθάριοι περὶ ὄψιν keurige verschijningen Aristot. Rh. 1381b 1; adv.: καθαρείως ἐγχέουσιν zij schenken in zonder te morsen Xen. Cyr. 1.3.8.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθάρειος: Arst. = καθάριος.
Spanish
blanco, no integral, con pureza
Greek Monolingual
καθάρειος, -ον (Α)
βλ. καθάριος.
Greek Monotonic
κᾰθάρειος: και καθάριος, -ον (καθαρός), λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αγαπά την καθαριότητα, καθαρός, τακτικός, κομψός, τακτικός, νοικοκυρεμένος, Λατ. mundus, σε Αριστ.· επίρρ. -είως ή -ίως, σε Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρειος: καὶ καθάριος, ον, (καθαρὸς) ἐπὶ προσώπων, καθαρός, ἀγαπῶν τὴν καθαριότητα, κομψός, Λατ. mundus, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 15· καθαριώτατόν ἐστι τὸ ζῷον (δηλ. ἡ μέλισσα), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 40· καθάριος ἀκολουθίσκος Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 550Α· καθάριος τῇ διαίτῃ Διόδ. 5. 33· οἱ καθαριώτεροι Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 492.2· οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ἐὰν ἡ σκευασία καθάριος ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· καθαριώτερα (ἢ -ειότερα) ὅπλα Πολύβ. 11. 9, 5· βρώματα καθαριώτατα Πλούτ. 2.106C· βίος, δίαιτα καθάρειος Ἀθήν. 74D, Πυθαγ. Χρυσᾶ Ἔπη 35· εἰς τὰ καθάρεια (κοινῶς καθαρά) Meineke Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 290. _ καθάριον, τό, καθαρτικόν, Πάπυρ. Ὀξυρρυγχ. Grenfell καὶ Hunt. τ. Ι καὶ ΙΙ (1898-1899): - οὕτως Ἐπίρρ., καθαρείως, μὲ καθαριότητα, καθαρείως ἐγχέουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8, πρβλ. Ἀθήν. 152Α· μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Ἄμφις ἐν Φιλεταίρῳ» 1· καθαρίως καὶ λιτῶς Στράβ. 154. ΙΙ. ἐπὶ ὕφους, καθαρός, καθαρεύων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 244. - Ὁ Cobet, V. LL. σ.82, πιστεύει ὅτι ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος εἶναι καθάρειος, ουχὶ -ιος· παρὰ Νικοστρ. καὶ Εὐβούλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον, ἀλλ’ οὐδέποτε συμβαίνει τοῦτο διὰ τὸν τύπον καθάριος.
Middle Liddell
καθαρός
of persons, cleanly, neat, nice, tidy, Lat. mundus, Arist.:—adv. -είως or -ίως, Xen., etc.
Léxico de magia
-ον tb. -άριος 1 blanco prob. no integral de panes παρακείσθωσαν ἐπὶ τῆς τελετῆς ἄρτοι καθάρειοι en la consagración deben estar dispuestos panes blancos P V 230 P III 382 (fr. lac.) 2 adv. -ως con pureza ἁγνεύσας καθαρίως προκατάρχου τῆς τοῦ θεοῦ ἱκεσίας oficiando con pureza comienza la súplica al dios P II 149 στρώσας καθαρείως ἄμμον ἱεράν extiende con pureza arena sagrada (en una práctica de inmortalidad) P IV 760 τὸ δὲ χρῖσμα ... ἀπόθου καθαρείως εἰς τὸν ἀπαθανατισμόν guarda el ungüento con pureza para el rito de inmortalización P IV 771 τελέσας φόρει (τὸν λίθον) καθαρείως tras haber consagrado la piedra, llévala con pureza P XII 277 P IV 2230 P X 28