Anonymous

ἀπότομος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπότομος]], -ον) [[αποτέμνω]]<br /><b>1.</b> [[απόκρημνος]]<br /><b>2.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]], [[βίαιος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπους ή ανθρώπινες εκδηλώσεις) [[τραχύς]] στη [[συμπεριφορά]], [[ωμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυστηρός]], [[αδυσώπητος]]<br /><b>2.</b> [[σύντομος]]<br /><b>3.</b> [[απόλυτος]], αυστηρά [[ακριβής]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπότομος]], -ον) [[αποτέμνω]]<br /><b>1.</b> [[απόκρημνος]]<br /><b>2.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]], [[βίαιος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπους ή ανθρώπινες εκδηλώσεις) [[τραχύς]] στη [[συμπεριφορά]], [[ωμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυστηρός]], [[αδυσώπητος]]<br /><b>2.</b> [[σύντομος]]<br /><b>3.</b> [[απόλυτος]], αυστηρά [[ακριβής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπότομος:''' -ον ([[ἀποτέμνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει αποσχισθεί, [[απόκρημνος]], [[βαραθρώδης]], [[κρημνώδης]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν</i>, μεταφ., από τη [[θέση]] εκείνου που αιφνιδίως, ενώ βαδίζει, βρίσκεται στο [[χείλος]] του γκρεμού, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[τραχύς]], [[αυστηρός]], [[ανηλεής]], [[αδυσώπητος]], σε Ευρ.
}}
}}