Anonymous

ἀπότομος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπότομος:''' -ον ([[ἀποτέμνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει αποσχισθεί, [[απόκρημνος]], [[βαραθρώδης]], [[κρημνώδης]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν</i>, μεταφ., από τη [[θέση]] εκείνου που αιφνιδίως, ενώ βαδίζει, βρίσκεται στο [[χείλος]] του γκρεμού, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[τραχύς]], [[αυστηρός]], [[ανηλεής]], [[αδυσώπητος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπότομος:''' -ον ([[ἀποτέμνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει αποσχισθεί, [[απόκρημνος]], [[βαραθρώδης]], [[κρημνώδης]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν</i>, μεταφ., από τη [[θέση]] εκείνου που αιφνιδίως, ενώ βαδίζει, βρίσκεται στο [[χείλος]] του γκρεμού, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[τραχύς]], [[αυστηρός]], [[ανηλεής]], [[αδυσώπητος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπότομος:''' <b class="num">1)</b> срезанный; тж. обрывистый, крутой ([[χωρίον]] Her.; ὄρη Xen.; [[τόπος]] Plat.; πέτραι Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> суровый, строгий ([[ἀνάγκη]] Soph.; [[λῆμα]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> сжатый, краткий ([[συγκεφαλαίωσις]] Polyb.).
}}
}}