Anonymous

εἰσέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[εἰσέρχομαι]])<br /><b>1.</b> [[έρχομαι]], [[μπαίνω]] [[μέσα]] σε κάποιον χώρο («[[εισέρχομαι]] στον ναό ή στην [[πόλη]]»)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[δεκτός]], εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («[[εισέρχομαι]] στην ανδρική [[ηλικία]]», «εισήλθε στο [[πανεπιστήμιο]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για χρόνο) [[μπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ.) <i>τα εισερχόμενα</i><br />έγγραφα που φθάνουν σε μια [[υπηρεσία]] και καταγράφονται στο [[πρωτόκολλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[διαθήκη]]) συμπεριλαμβάνομαι<br /><b>2.</b> [[αρχίζω]]<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> [[πηγαίνω]]<br /><b>5.</b> [[προσφεύγω]], [[καταφεύγω]]<br /><b>6.</b> [[επέρχομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για συναισθήματα, ψυχικές καταστάσεις <b>κ.λπ.</b>)<br />[[μπαίνω]] στην [[ψυχή]] κάποιου, [[καταλαμβάνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ομαδικές ενέργειες) [[παίρνω]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> [[αναλαμβάνω]] [[αξίωμα]] ή [[αρχή]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) [[έρχομαι]] («καὶ τὰς εἰσελθούσας εἰς παντοδαπὰ πολλὰ καταδαπανηθείσας»)<br /><b>4.</b> (για χορό ή υποκριτές) εμφανίζομαι στη [[σκηνή]]<br /><b>5.</b> (για αθλητές) εμφανίζομαι στον στίβο<br /><b>6.</b> (ως [[δικανικός]] όρος)<br />α) (για κατήγορο) [[παρουσιάζομαι]] στο δικαστήριο<br />β) (για διαδίκους με αιτ.) [[κάνω]] [[μήνυση]]<br />γ) (για [[κατηγορούμενο]]) εμφανίζομαι στο δικαστήριο<br />δ) [[καταλαμβάνω]] τη [[θέση]] μου ως [[δικαστής]]<br /><b>7.</b> συμβουλεύομαι πίνακα<br /><b>8.</b> (για ψυχικά [[πάθη]]) [[καταλαμβάνω]] («ἰδόντα δὲ τὸν Κροῑσον [[γέλως]] εἰσῆλθεν»)<br /><b>9.</b> (για [[σκέψη]]) [[περνώ]] από το [[μυαλό]].
|mltxt=(AM [[εἰσέρχομαι]])<br /><b>1.</b> [[έρχομαι]], [[μπαίνω]] [[μέσα]] σε κάποιον χώρο («[[εισέρχομαι]] στον ναό ή στην [[πόλη]]»)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[δεκτός]], εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («[[εισέρχομαι]] στην ανδρική [[ηλικία]]», «εισήλθε στο [[πανεπιστήμιο]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για χρόνο) [[μπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ.) <i>τα εισερχόμενα</i><br />έγγραφα που φθάνουν σε μια [[υπηρεσία]] και καταγράφονται στο [[πρωτόκολλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[διαθήκη]]) συμπεριλαμβάνομαι<br /><b>2.</b> [[αρχίζω]]<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> [[πηγαίνω]]<br /><b>5.</b> [[προσφεύγω]], [[καταφεύγω]]<br /><b>6.</b> [[επέρχομαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για συναισθήματα, ψυχικές καταστάσεις <b>κ.λπ.</b>)<br />[[μπαίνω]] στην [[ψυχή]] κάποιου, [[καταλαμβάνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ομαδικές ενέργειες) [[παίρνω]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> [[αναλαμβάνω]] [[αξίωμα]] ή [[αρχή]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) [[έρχομαι]] («καὶ τὰς εἰσελθούσας εἰς παντοδαπὰ πολλὰ καταδαπανηθείσας»)<br /><b>4.</b> (για χορό ή υποκριτές) εμφανίζομαι στη [[σκηνή]]<br /><b>5.</b> (για αθλητές) εμφανίζομαι στον στίβο<br /><b>6.</b> (ως [[δικανικός]] όρος)<br />α) (για κατήγορο) [[παρουσιάζομαι]] στο δικαστήριο<br />β) (για διαδίκους με αιτ.) [[κάνω]] [[μήνυση]]<br />γ) (για [[κατηγορούμενο]]) εμφανίζομαι στο δικαστήριο<br />δ) [[καταλαμβάνω]] τη [[θέση]] μου ως [[δικαστής]]<br /><b>7.</b> συμβουλεύομαι πίνακα<br /><b>8.</b> (για ψυχικά [[πάθη]]) [[καταλαμβάνω]] («ἰδόντα δὲ τὸν Κροῑσον [[γέλως]] εἰσῆλθεν»)<br /><b>9.</b> (για [[σκέψη]]) [[περνώ]] από το [[μυαλό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσέρχομαι:''' μέλ. <i>-ελεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ήλῠθον</i>, <i>-ῆλθον</i>· τον Αττ. μέλ. συμπληρώνει το [[εἴσειμι]], και τον παρατ. το [[εἰσῄειν]]·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[μπαίνω]] σε ή μέσα, [[εισέρχομαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στον πεζό λόγο, <i>εἰσ. εἰς..</i>., σε Ξεν. κ.λπ.· εἰσ. εἰς [[τὰς]] σπονδάς, [[μπαίνω]] σε [[συνθήκη]], [[συμμαχία]], σε Θουκ.· <i>εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους</i>, [[μπαίνω]] στην ηλικιακή [[τάξη]] των Εφήβων, σε Ξεν.· λέγεται για χρήματα, [[εισρέω]], [[εισέρχομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για το Χορό ή τους Υποκριτές του θεάτρου, [[ανεβαίνω]] πάνω στη [[σκηνή]], [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.· [[μπαίνω]], εντάσσομαι στους καταλόγους, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, λέγεται για τον ενάγοντα, [[παρουσιάζομαι]] στο δικαστήριο, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., ([[μένος]]) <i>ἄνδρας ἐσέρχεται</i>, [[θάρρος]] μπαίνει μέσα στους άνδρες, εμβάλλεται σε αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· Κροῖσον [[γέλως]] εἰσῆλθε· επίσης με δοτ., [[δέος]] εἰσ. τινι, σε Πλάτ.· επίσης, [[μπαίνω]] στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Ηρόδ.· ομοίως απρόσ., <i>εἰσῆλθε αὐτόν</i>, με απαρ., έρχεται στο [[μυαλό]] κάποιου ότι..., στον ίδ.
}}
}}