Anonymous

εἰσέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσέρχομαι:''' μέλ. <i>-ελεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ήλῠθον</i>, <i>-ῆλθον</i>· τον Αττ. μέλ. συμπληρώνει το [[εἴσειμι]], και τον παρατ. το [[εἰσῄειν]]·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[μπαίνω]] σε ή μέσα, [[εισέρχομαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στον πεζό λόγο, <i>εἰσ. εἰς..</i>., σε Ξεν. κ.λπ.· εἰσ. εἰς [[τὰς]] σπονδάς, [[μπαίνω]] σε [[συνθήκη]], [[συμμαχία]], σε Θουκ.· <i>εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους</i>, [[μπαίνω]] στην ηλικιακή [[τάξη]] των Εφήβων, σε Ξεν.· λέγεται για χρήματα, [[εισρέω]], [[εισέρχομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για το Χορό ή τους Υποκριτές του θεάτρου, [[ανεβαίνω]] πάνω στη [[σκηνή]], [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.· [[μπαίνω]], εντάσσομαι στους καταλόγους, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, λέγεται για τον ενάγοντα, [[παρουσιάζομαι]] στο δικαστήριο, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., ([[μένος]]) <i>ἄνδρας ἐσέρχεται</i>, [[θάρρος]] μπαίνει μέσα στους άνδρες, εμβάλλεται σε αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· Κροῖσον [[γέλως]] εἰσῆλθε· επίσης με δοτ., [[δέος]] εἰσ. τινι, σε Πλάτ.· επίσης, [[μπαίνω]] στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Ηρόδ.· ομοίως απρόσ., <i>εἰσῆλθε αὐτόν</i>, με απαρ., έρχεται στο [[μυαλό]] κάποιου ότι..., στον ίδ.
|lsmtext='''εἰσέρχομαι:''' μέλ. <i>-ελεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ήλῠθον</i>, <i>-ῆλθον</i>· τον Αττ. μέλ. συμπληρώνει το [[εἴσειμι]], και τον παρατ. το [[εἰσῄειν]]·<br /><b class="num">I.</b> Αποθ., [[μπαίνω]] σε ή μέσα, [[εισέρχομαι]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στον πεζό λόγο, <i>εἰσ. εἰς..</i>., σε Ξεν. κ.λπ.· εἰσ. εἰς [[τὰς]] σπονδάς, [[μπαίνω]] σε [[συνθήκη]], [[συμμαχία]], σε Θουκ.· <i>εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους</i>, [[μπαίνω]] στην ηλικιακή [[τάξη]] των Εφήβων, σε Ξεν.· λέγεται για χρήματα, [[εισρέω]], [[εισέρχομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για το Χορό ή τους Υποκριτές του θεάτρου, [[ανεβαίνω]] πάνω στη [[σκηνή]], [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.· [[μπαίνω]], εντάσσομαι στους καταλόγους, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, λέγεται για τον ενάγοντα, [[παρουσιάζομαι]] στο δικαστήριο, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., ([[μένος]]) <i>ἄνδρας ἐσέρχεται</i>, [[θάρρος]] μπαίνει μέσα στους άνδρες, εμβάλλεται σε αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· Κροῖσον [[γέλως]] εἰσῆλθε· επίσης με δοτ., [[δέος]] εἰσ. τινι, σε Πλάτ.· επίσης, [[μπαίνω]] στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Ηρόδ.· ομοίως απρόσ., <i>εἰσῆλθε αὐτόν</i>, με απαρ., έρχεται στο [[μυαλό]] κάποιου ότι..., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσέρχομαι:''' ион. и староатт. [[ἐσέρχομαι]] (fut. [[εἰσελεύσομαι]], aor. [[εἰσῆλθον]] и εἰσήλῠθον)<br /><b class="num">1)</b> входить, приходить, прибывать (πόλιν Hom.; Φρυγίην Hom.; ἐς Πλάταιαν Thuc.; δόμους Eur.; ἐς [[οἴκημα]] Thuc.; [[οἴκαδε]] Xen., Aeschin.; πρός τινα Xen. и [[παρά]] τινα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> поступать, проникать (ἡ [[νόσος]] ἐς Πελοπόννησον οὐ ἐσῆλθεν Thuc.): ἐς σπονδὰς ἐσελθεῖν Thuc. примкнуть к союзному договору; εἰ. εἰς τοὺς ἐφήβους Xen. вступать в число эфебов; τὰ εἰσερχόμενα καὶ τὰ ἐξερχόμενα Arst. поступления (доходы) и расходы;<br /><b class="num">3)</b> юр. являться, представать (εἰς τὸ [[δικαστήριον]] Plat., Dem. и εἰς τοὺς δικαστάς Dem.): οἱ [[ὑπὲρ]] τῶν κοινῶν εἰσεληλυθότες δικασταί Dem. судьи, собравшиеся для разбора дел общественной важности; [[εἰσελθεῖν]] τὴν γραφήν или οἰκην Dem. начать тяжбу;<br /><b class="num">4)</b> появляться на сцене, выступать Xen., Plat.;<br /><b class="num">5)</b> (о душевных явлениях) возникать: Κροῖσον [[γέλως]] εἰσῆλθε Her. Крез разразился смехом; Κροίσῳ ἐσῆλθε τὸ τοῦ Σόλωνος Her. Крезу вспомнилось изречение Солона; εἰσελθέτω σε μήποθ᾽ ὡς [[θηλύνους]] [[γενήσομαι]] Aesch. не надейся, что я оробею, как женщина; εἰσῆλθε με φοβηθῆναι ξυννοήσαντα, τί … Plat. мною овладел страх при мысли о том, что именно ….
}}
}}