Anonymous

πρόμος: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. [[πρόμνος]] και [[πράμος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[πρώτιστος]]<br /><b>2.</b> (στον Όμ.) [[πρόμαχος]] («[[πρόμος]] [[ἵσταται]] ὧδε μενοινῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (με δοτ.) [[αντίπαλος]], [[αντιμέτωπος]] («[[μηδὲ]] [[πρόμος]] ἵστασο τούτῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[αρχηγός]] («Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρόμος]] με σημ. «[[πρόμαχος]]» και κατ' [[επέκταση]] «[[αρχηγός]], [[ηγέτης]]» [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] αποτελεί συγκεκομμένο τ. του [[πρόμαχος]] (<b>πρβλ.</b> [[βουκόλος]]: [[βοῦκος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθ. της πρόθεσης πρό με [[επίθημα]] -<i>mo</i>- δηλωτικό υπερθετικού (<b>πρβλ.</b> ομβρ. <i>promom</i> «πρώτο», αρχ. νορβ. <i>fram</i> «[[μπροστά]]», γοτθ. <i>fruma</i>). Οι τ., [[τέλος]], [[πρόμνος]] και [[πράμος]] [[πρέπει]] να διορθωθούν σε [[πρόμος]].
|mltxt=και ποιητ. τ. [[πρόμνος]] και [[πράμος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[πρώτιστος]]<br /><b>2.</b> (στον Όμ.) [[πρόμαχος]] («[[πρόμος]] [[ἵσταται]] ὧδε μενοινῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (με δοτ.) [[αντίπαλος]], [[αντιμέτωπος]] («[[μηδὲ]] [[πρόμος]] ἵστασο τούτῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[αρχηγός]] («Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρόμος]] με σημ. «[[πρόμαχος]]» και κατ' [[επέκταση]] «[[αρχηγός]], [[ηγέτης]]» [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] αποτελεί συγκεκομμένο τ. του [[πρόμαχος]] (<b>πρβλ.</b> [[βουκόλος]]: [[βοῦκος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθ. της πρόθεσης πρό με [[επίθημα]] -<i>mo</i>- δηλωτικό υπερθετικού (<b>πρβλ.</b> ομβρ. <i>promom</i> «πρώτο», αρχ. νορβ. <i>fram</i> «[[μπροστά]]», γοτθ. <i>fruma</i>). Οι τ., [[τέλος]], [[πρόμνος]] και [[πράμος]] [[πρέπει]] να διορθωθούν σε [[πρόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόμος:''' ὁ ([[πρό]]), ο προηγούμενος [[άνθρωπος]], = [[πρόμαχος]], σε Όμηρ.· [[πρόμος]] τινί, αυτός που αντιμάχεται κάποιον στην πρώτη [[γραμμή]], σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, [[αρχηγός]], Λατ. [[primus]], [[princeps]], σε Τραγ.· πάντων [[θεῶν]] θεὸς [[πρόμος]], λέγεται για τον Ήλιο, σε Σοφ.
}}
}}