Anonymous

πρόμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόμος:''' ὁ ([[πρό]]), ο προηγούμενος [[άνθρωπος]], = [[πρόμαχος]], σε Όμηρ.· [[πρόμος]] τινί, αυτός που αντιμάχεται κάποιον στην πρώτη [[γραμμή]], σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, [[αρχηγός]], Λατ. [[primus]], [[princeps]], σε Τραγ.· πάντων [[θεῶν]] θεὸς [[πρόμος]], λέγεται για τον Ήλιο, σε Σοφ.
|lsmtext='''πρόμος:''' ὁ ([[πρό]]), ο προηγούμενος [[άνθρωπος]], = [[πρόμαχος]], σε Όμηρ.· [[πρόμος]] τινί, αυτός που αντιμάχεται κάποιον στην πρώτη [[γραμμή]], σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, [[αρχηγός]], Λατ. [[primus]], [[princeps]], σε Τραγ.· πάντων [[θεῶν]] θεὸς [[πρόμος]], λέγεται για τον Ήλιο, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόμος:''' <b class="num">I</b> adj. m<br /><b class="num">1)</b> передовой, впереди стоящий ([[ἀνήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> первый, главный (πάντων [[θεῶν]] θεὸς π. Soph.).<br /><b class="num">II</b> ὁ глава, предводитель, вождь (γᾶς πρόμαι Soph.; στρατιῆς π. Anth.).
}}
}}