Anonymous

ἠπάομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπάομαι]] (Α)<br />[[διορθώνω]], [[επισκευάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (<i>η</i>-) [[θέμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πηδώ]]) που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>vapati</i> «[[κουρεύω]]». Τόσο το [[ηπάομαι]] όσο και τα παράγωγά του (<b>[[πρβλ]].</b> [[ηπητής]], [[ηπητήριον]], <i>ήπητρα</i>, [[ήπησις]]) χρησιμοποιούνται κατ' εξοχήν στη [[ραπτική]]. Το δε ρ. [[ηπάομαι]] συνδέεται [[στενά]] σημασιολογικώς με το συνηθέστερο ρ. [[ακέομαι]] [[θεραπεύω]], [[επιδιορθώνω]]»].
|mltxt=[[ἠπάομαι]] (Α)<br />[[διορθώνω]], [[επισκευάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (<i>η</i>-) [[θέμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πηδώ]]) που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>vapati</i> «[[κουρεύω]]». Τόσο το [[ηπάομαι]] όσο και τα παράγωγά του (<b>[[πρβλ]].</b> [[ηπητής]], [[ηπητήριον]], <i>ήπητρα</i>, [[ήπησις]]) χρησιμοποιούνται κατ' εξοχήν στη [[ραπτική]]. Το δε ρ. [[ηπάομαι]] συνδέεται [[στενά]] σημασιολογικώς με το συνηθέστερο ρ. [[ακέομαι]] [[θεραπεύω]], [[επιδιορθώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠπάομαι:''' βλ. [[ἠπήσασθαι]].
}}
}}