Anonymous

πομπικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πομπικός]], -όν, ΝΜΑ [[πομπή]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε [[πομπή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[εντυπωσιακός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]], [[πολυτελής]], [[επιδεικτικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πομπικά</i><br />[[είδος]] ρητορικού λόγου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πομπικώς</i>/ <i>πομπικῶς</i> ΝΑ και <i>πομπικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[κατά]] τρόπο πομπικό<br /><b>μσν.</b><br />για [[δημιουργία]] εντυπώσεων.
|mltxt=-ή, -ό / [[πομπικός]], -όν, ΝΜΑ [[πομπή]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε [[πομπή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[εντυπωσιακός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]], [[πολυτελής]], [[επιδεικτικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πομπικά</i><br />[[είδος]] ρητορικού λόγου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πομπικώς</i>/ <i>πομπικῶς</i> ΝΑ και <i>πομπικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[κατά]] τρόπο πομπικό<br /><b>μσν.</b><br />για [[δημιουργία]] εντυπώσεων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πομπικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ιερή]] [[πομπή]], πομπικὸς [[ἵππος]], ο [[ίππος]] της πόλης (χρήσιμ. στις πομπές), σε Ξεν.· μεταφ., [[πομπώδης]], [[επιδεικτικός]], σε Πλούτ.
}}
}}