Anonymous

πομπικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πομπικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ιερή]] [[πομπή]], πομπικὸς [[ἵππος]], ο [[ίππος]] της πόλης (χρήσιμ. στις πομπές), σε Ξεν.· μεταφ., [[πομπώδης]], [[επιδεικτικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πομπικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ιερή]] [[πομπή]], πομπικὸς [[ἵππος]], ο [[ίππος]] της πόλης (χρήσιμ. στις πομπές), σε Ξεν.· μεταφ., [[πομπώδης]], [[επιδεικτικός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πομπικός:''' торжественный, парадный ([[ἵππος]] Xen.; [[στέμμα]] Diod.; [[μέλος]] Plut.).
}}
}}