Anonymous

τείχισμα: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τειχίζω]]<br />[[τείχος]], [[οχύρωμα]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τειχίζω]]<br />[[τείχος]], [[οχύρωμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τείχισμα:''' -ατος, τό ([[τειχίζω]]), [[τείχος]] ή [[φρούριο]], [[οχύρωμα]], σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}